-
1 αιρετικος
I3умеющий выбиратьαἱ. ὧν χρή Plat. — выбирающий то, что нужно
IIὅ сектант, еретик NT. -
2 αιρετικός
αιρετικός, -ή, -ό1) еретический:αιρετικό δόγμα — еретический догмат;
2) ο еретик; сектант:οι αιρετικοί — еретики, сектанты
-
3 αἱρετικός
{прил., 1}еретик, сектант, вызывающий разделение или раскол, избравший лжеучение (Тит. 3:10).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αἱρετικός
-
4 αιρετικός
{прил., 1}еретик, сектант, вызывающий разделение или раскол, избравший лжеучение (Тит. 3:10).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αιρετικός
-
5 αιρετικός
η, ό[ν] 1.1) еретический; 2) сектантский; 2. (ο) 1) еретик; 2) сектант;οι αιρετικοί — сектанты; — сектантство
-
6 αἱρετικός
еретик, сектант, вызывающий разделение или раскол, избравший лжеучение.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > αἱρετικός
-
7 αιρετικός
[эрэтикос] εκ. еретический.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αιρετικός
-
8 αιρετικός
[эрэтикос] ουσ. а. еретик.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αιρετικός
-
9 αιρετικός
[эрэтикос] επ еретический. -
10 αιρετικός
[эрэтикос] ουσ α еретик. -
11 αναιρετικος
-
12 διαιρετικος
31) подлежащий разделению, расчленимый(τὰ λεχθέντα Plat.)
2) построенный, основанный на разделении(ὅροι Arst.)
3) разделяющий, раскалывающий, разбивающий(πληγή Arst.; τομὸς καὴ δ. Plut.)
4) грам. (о ион. диалекте) изобилующий диэрезисами -
13 προαιρετικος
3совершающий выбор, принимающий решениеὁ π. τῶν τοιούτων λόγων Arst. — предпочитающий подобные речи;
ὅ τῶν τοιούτων π. καὴ πρακτικός (sc. ἀνήρ) Arst. — тот, кто принимает эти решения и осуществляет их;ἔστιν ἥ ἀρετέ ἕξις προαιρετική Arst. — добродетель есть избирательное свойство (души) -
14 ერეტიკოსი
მწვალებელი, еретик, раскольник, αίρετικός, hereticus.Грузинский толковый словарь с русскими комментариями > ერეტიკოსი
-
15 141
{прил., 1}еретик, сектант, вызывающий разделение или раскол, избравший лжеучение (Тит. 3:10).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 141
См. также в других словарях:
αἱρετικός — able to choose masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιρετικός — ή, ό (Α αἱρετικός, ή, όν) 1. οπαδός αιρέσεως και, κυρίως, θρησκευτικής 2. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε αίρεση, που διενεργείται σύμφωνα με μια αίρεση (νεοελλ. μσν.) (και ως ουσ.) αυτός που δεν παραδέχεται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα όπως… … Dictionary of Greek
αιρετικός — ή, ό αυτός που ανήκει σε θρησκευτική, φιλοσοφική ή κοινωνιολογική αίρεση: Το μεσαίωνα πολλοί αιρετικοί θανατώθηκαν από τη λεγόμενη Ιερή Εξέταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἱρετικά — αἱρετικός able to choose neut nom/voc/acc pl αἱρετικά̱ , αἱρετικός able to choose fem nom/voc/acc dual αἱρετικά̱ , αἱρετικός able to choose fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρετικῶν — αἱρετικός able to choose fem gen pl αἱρετικός able to choose masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρετικόν — αἱρετικός able to choose masc acc sg αἱρετικός able to choose neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαβέλλιος — Αιρετικός του 3ου αι. από την Πεντάπολη της Λιβύης, για τη ζωή του οποίου έχουμε ελάχιστες πληροφορίες. Νέος ακόμα πήγε στη Ρώμη στα χρόνια του πάπα Ζεφυρίνου (212 217) και τέθηκε επικεφαλής της εκεί πατροπασχιτικής μερίδας, που είχε ιδρύσει ο… … Dictionary of Greek
αἱρετικαῖς — αἱρετικός able to choose fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρετικαί — αἱρετικός able to choose fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρετικοῖς — αἱρετικός able to choose masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρετικοί — αἱρετικός able to choose masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)