-
1 αἱρετικός
αἱρετικός, auswählend, Plat. Def. 412 a; ketzerisch, K. S.
-
2 αἱρετικός
-
3 προ-αιρετικός
προ-αιρετικός, ή, όν, zum Vornehmen, Vorsatz, Willen gehörig, sich entschließend, wählend, wollend; Ggstz von πρακτικός Arist. eth. 5, 14, u. oft, u. Sp.; τὸ προαιρετικόν, Willenskraft, Plut. Coriol. 32. – Auch adv., Clem. Al.
-
4 καθ-αιρετικός
καθ-αιρετικός, ή, όν, zum Vernichten gehörig, geschickt, zerstörend, mörderisch, Sp., auch im adv.
-
5 δι-αιρετικός
δι-αιρετικός, ή, όν, zum Trennen, Unterscheiden gehörig, geschickt, Plat. Soph. 223 c; πῦρ δ. καὶ διαστατικόν Plut. pr. frig. 16; Sp.; διαιρετικῶς λέγειν, Plut. reip. ger. pr. 6.
-
6 ἀφ-αιρετικός
ἀφ-αιρετικός, wegnehmend, Clem. Al.
-
7 ἀν-αιρετικός
ἀν-αιρετικός, ή, όν, vernichtend, zerstörend, Arist. rhet. 2, 8 u. Sp. – Adv. - ικῶς, verneinend, Diog. L. 9, 11, 75.
-
8 haereticus
haereticus, a, um (αἱρετικός), einer Sekte zugetan, bes. die vom kanonischen Lehrbegriffe abweicht, ketzerisch, Eccl. – subst., haereticus, ī, m., der Ketzer, Eccl.
-
9 haereticus
haereticus, a, um (αἱρετικός), einer Sekte zugetan, bes. die vom kanonischen Lehrbegriffe abweicht, ketzerisch, Eccl. – subst., haereticus, ī, m., der Ketzer, Eccl.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > haereticus
-
10 ἀναιρετικός
ἀν-αιρετικός, vernichtend, zerstörend; Adv. verneinend -
11 ἀφαιρετικός
-
12 διαιρετικός
δι-αιρετικός, ή, όν, zum Trennen, Unterscheiden gehörig, geschickt -
13 καθαιρετικός
καθ-αιρετικός, ή, όν, zum Vernichten gehörig, geschickt, zerstörend, mörderisch -
14 προαιρετικός
προ-αιρετικός, ή, όν, zum Vornehmen, Vorsatz, Willen gehörig, sich entschließend, wählend, wollend; τὸ προαιρετικόν, Willenskraft
См. также в других словарях:
αἱρετικός — able to choose masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιρετικός — ή, ό (Α αἱρετικός, ή, όν) 1. οπαδός αιρέσεως και, κυρίως, θρησκευτικής 2. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε αίρεση, που διενεργείται σύμφωνα με μια αίρεση (νεοελλ. μσν.) (και ως ουσ.) αυτός που δεν παραδέχεται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα όπως… … Dictionary of Greek
αιρετικός — ή, ό αυτός που ανήκει σε θρησκευτική, φιλοσοφική ή κοινωνιολογική αίρεση: Το μεσαίωνα πολλοί αιρετικοί θανατώθηκαν από τη λεγόμενη Ιερή Εξέταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἱρετικά — αἱρετικός able to choose neut nom/voc/acc pl αἱρετικά̱ , αἱρετικός able to choose fem nom/voc/acc dual αἱρετικά̱ , αἱρετικός able to choose fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρετικῶν — αἱρετικός able to choose fem gen pl αἱρετικός able to choose masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρετικόν — αἱρετικός able to choose masc acc sg αἱρετικός able to choose neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαβέλλιος — Αιρετικός του 3ου αι. από την Πεντάπολη της Λιβύης, για τη ζωή του οποίου έχουμε ελάχιστες πληροφορίες. Νέος ακόμα πήγε στη Ρώμη στα χρόνια του πάπα Ζεφυρίνου (212 217) και τέθηκε επικεφαλής της εκεί πατροπασχιτικής μερίδας, που είχε ιδρύσει ο… … Dictionary of Greek
αἱρετικαῖς — αἱρετικός able to choose fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρετικαί — αἱρετικός able to choose fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρετικοῖς — αἱρετικός able to choose masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρετικοί — αἱρετικός able to choose masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)