-
1 Αίμος
-
2 Αἷμος
-
3 αιμός
-
4 αἱμός
-
5 αἶμος
-
6 αιμος
ὁ кустарник Aesch. -
7 Αιμος
ὅ Гемос1) горн. хребет в сев. Македонии и Фракии, ныне Балканы Her., Thuc.2) миф. царь Фракии Plut., Luc. -
8 αἱμός
-
9 Αίμος
-
10 παχύ-αιμος
παχύ-αιμος, dickblütig, Hippocr.
-
11 πολύ-αιμος
πολύ-αιμος, voll Blut, vollblütig; Hippocr. u. Folgde; Schol. Il. 1, 177.
-
12 συν-όμ-αιμος
συν-όμ-αιμος, = Folgdm, Schol. Eur. Alc. 410.
-
13 σύν-αιμος
σύν-αιμος, = Folgdm; οἷς ὁμόϑεν εἶ καὶ γονᾷ ξύναιμος, Soph. El. 153; oft substantivisch, Bruder, Schwester, ὁ σὸς ξύναιμος, O. C. 1357, αὐτή τε χἠ ξύναιμος, Ant. 784, Eur. I. T. 774, λέ χος, Phoen. 824, auch Ζεύς als Beschützer der Blutsverwandtschaft heißt so. – Bei Ath. X, 452 c in einem Räthsel, σύναιμα ποιεῖν, mit Doppelsinn ( Aenigm. 8 in Anth. App. 117).
-
14 ταὐτό-αιμος
ταὐτό-αιμος, von demselben Blute, blutsverwandt, Nicet.
-
15 φιλ-αυθ-όμ-αιμος
φιλ-αυθ-όμ-αιμος, = φιλάδελφος, Lycophr. 566.
-
16 φίλ-αιμος
φίλ-αιμος, = Folgdm (?).
-
17 κάθ-αιμος
-
18 δί-αιμος
-
19 αὐθ-όμ-αιμος
αὐθ-όμ-αιμος, = ὅμαιμος, Soph. O. C. 336; Lycophr. 168. S. auch αὔϑαιμος.
-
20 αὔθ-αιμος
αὔθ-αιμος ( αἷμα), von demselben Blute, verschwistert, Ant. Sid. 15 (VI, 14); Soph. O. C. 1080 für αὐϑομαίμων, nach Bothe's Conj.
См. также в других словарях:
αἱμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἷμος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιμός — I Ορεινό σύστημα της νότιας Ευρώπης, το οποίο εκτείνεται με κατεύθυνση από τα Α προς τα Δ, κυρίως στο κεντρικό τμήμα της Βουλγαρίας. Οι οροσειρές αυτές, που εκτείνονται σχεδόν παράλληλα προς τη ροή του Δούναβη σε μήκος 600 χλμ., φτάνουν προς τα Δ … Dictionary of Greek
Αίμος — ο βουνό της Βαλκανικής (από το οποίο και το όνομά της «Xερσόνησος του Aίμου») … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἱμοί — αἱμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμούς — αἱμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμῶ — αἱμός masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμῶν — αἱμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἵμου — Αἷμος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἵμῳ — Αἷμος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek