-
1 αιμυλία
αἱμυλίᾱ, αἱμυλίαwheedling: fem nom /voc /acc dualαἱμυλίᾱ, αἱμυλίαwheedling: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————αἱμυλίαι, αἱμυλίαwheedling: fem nom /voc plαἱμυλίᾱͅ, αἱμυλίαwheedling: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 αιμυλια
-
3 αἱμυλία
-
4 αἱμυλία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἱμυλία
-
5 αἱμυλία
αἱμυλία, gefälliges Benehmen, Artigkeit -
6 αἱμυλία
Βλ. λ. αιμυλία -
7 αἱμυλίᾳ
Βλ. λ. αιμυλία -
8 αιμυλίας
αἱμυλίᾱς, αἱμυλίαwheedling: fem acc plαἱμυλίᾱς, αἱμυλίαwheedling: fem gen sg (attic doric aeolic) -
9 αἱμυλίας
αἱμυλίᾱς, αἱμυλίαwheedling: fem acc plαἱμυλίᾱς, αἱμυλίαwheedling: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 αιμυλίαν
-
11 αἱμυλίαν
-
12 αιμυλίαις
-
13 αἱμυλίαις
См. также в других словарях:
αἱμυλία — αἱμυλίᾱ , αἱμυλία wheedling fem nom/voc/acc dual αἱμυλίᾱ , αἱμυλία wheedling fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιμυλία — αἱμυλία, η (Α) [αἱμύλος] θελκτικός, χαριτωμένος τρόπος, αλλά και πονηριά … Dictionary of Greek
αἱμυλίᾳ — αἱμυλίαι , αἱμυλία wheedling fem nom/voc pl αἱμυλίᾱͅ , αἱμυλία wheedling fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμυλίας — αἱμυλίᾱς , αἱμυλία wheedling fem acc pl αἱμυλίᾱς , αἱμυλία wheedling fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμυλίαν — αἱμυλίᾱν , αἱμυλία wheedling fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμυλίαις — αἱμυλία wheedling fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιμύλος — αἱμύλος, η, ον και ος, ον (Α) 1. (συνήθως για λέξεις, λόγια κ.λπ.) κολακευτικός, θελκτικός, χαριτωμένος 2. (για ανθρώπους) δόλιος, πανούργος 3. με την προηγούμενη σημασία στον Αριστοφ. για την αλεπού (πρβλ. νεοελλ. φρ. «είναι αλεπού», δηλαδή… … Dictionary of Greek