-
1 αἰθέριος
αἰθέριος, α, ον (Arist. mund. 2 ἡ αἰϑέριος φύσις), ätherisch, κόνις, zum Himmel sich erhebender Staub, Aesch. Spt. 81; νεφέλαι Soph. O. C. 1084; νέφος Ar. Av. 776; oft Eur., αἰϑερία ἀνέπτα, zum Aether; πάλλε πόδ' αἰϑέριον Tr. 325; αἰϑερία πέτρα Suppl. 989, der hohe Fels; Sp. D. Seltener in Prosa, Tim. Locr. 96 c; πῠρ Plut. Lys. 12; ὕδωρ aqu. etign. 3.
-
2 γύαλον
γύαλον, τό (verwandt mit γύης, ursprünglich dasselbe Wort wie κοῖλος, d. h. κόϊλος, Umlaut), die Höhlung, Wölbung; Hom. ϑώρηκος γύαλον Iliad. 5, 99. 13, 507. 587. 17, 314, nach Aristarchs Beobachtung, Lehrs Aristarch. p. 114, kein bestimmter, einzelner Theil des Panzers, sondern die ganze Höhlung, Wölbung desselben, = der gewölbte Panzer; διὰ ϑώρηκος γυάλοιο Iliad. 5, 189; plural. Iliad. 15, 530 πυκινὸς δέ οἱ ἤρκεσε ϑώρηξ, τόν ῥ' ἐφόρει γυάλοισιν ἀρηρότα: plur. Homerisch anstatt des singul., bei ἀρηρότα nach Homers Art der Begriff »gut« zu ergänzen, »wohlgefügt in seiner Wölbung«, d. h. ein gewölbter, wohlgefügter Panzer. Man könnte auch annehmen, γύαλα seien die zwei Hälften des Panzers, Brust- und Rückenstück, welche an den Seiten des Leibes durch Spangen oder dgl. verbunden werden, und γυάλοισιν ἀρηρότα bezeichne, daß die beiden Hälften des Panzers fest zusammengeschnallt waren, oder vom Waffenschmiede sorgfältig gearbeitet waren, so daß sie fest und genau an einander paßten; eine solche Erklärung findet sich bei Paus. 10, 26, 2, aber Aristonicus wenigstens sagt davon Nichts, s. Scholl. Aristonic. Iliad. 5, 99. 189. 13, 507. 15, 530. 19, 361. Vgl. Apollon. Lex. Homer. p. 55, 28. S. auch κραταιγύαλος. – Nach Hom. bes. von Thalgründen und Schluchten, Παρνησσοῖο Hes. Th. 499; H. h. Apoll. 396; Pind. Πυϑῶνος, Θεράπνας, P. 8, 66 N. 10, 56; Tragg.; γύαλα πέτρας, Felsgrotten, Soph. Phil. 1081; Λύδια, Lydische Thäler, Gefilde, Aesch. Suppl. 345 (vgl. γύα); Ναυκράτιδος γυάλων ναέται Archi. 5 (VI, 207); αἰϑέρος γύαλα, Himmelsgewölbe, Orph. H. 18, 16, wie αἰϑέρια Opp. C. 1, 281; auch κρατήρων, der hohle Bauch der Mischgefäße, Eur. I. A. 1052.
См. также в других словарях:
αἰθερία — αἰθερίᾱ , αἰθέριος of fem nom/voc/acc dual αἰθερίᾱ , αἰθέριος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αιθερία — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Ήλιου και της Ροδής ή Κλυμένης και αδελφή του Φαέθωνα. Μαζί με τις αδελφές της Αίγλη, Λαμπετία, Φαέθουσα κλπ., μεταμορφώθηκαν από τον Δία σε αιγείρους (λεύκες) επειδή δεν έπαυαν να θρηνούν τον αδελφό τους, που… … Dictionary of Greek
αἰθέρια — αἰθέριος of neut nom/voc/acc pl αἰθέριος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθερίας — αἰθερίᾱς , αἰθέριος of fem acc pl αἰθερίᾱς , αἰθέριος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθέρι' — αἰθέρια , αἰθέριος of neut nom/voc/acc pl αἰθέρια , αἰθέριος of neut nom/voc/acc pl αἰθέριε , αἰθέριος of masc voc sg αἰθέριε , αἰθέριος of masc/fem voc sg αἰθέριαι , αἰθέριος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθερίαν — αἰθερίᾱν , αἰθέριος of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… … Dictionary of Greek
εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… … Dictionary of Greek
αιθέριος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τον αιθέρα: Πετούσε σε αιθέρια ύψη. 2. αυτός που μοιάζει με τον αιθέρα, λεπτός, αγγελικός, άυλος: Η κοπέλα αυτή ήταν μια αιθέρια ύπαρξη. 3. «αιθέρια έλαια» λέγονται ελαιώδεις ουσίες που παίρνονται με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έλαιο — και λάδι, το (AM ἔλαιον) 1. το υγρό που λαμβάνεται από την έκθλιψη τού ελαιοκάρπου, ελαιόλαδο 2. γεν. κάθε ρευστή λιπαρή ουσία που προέρχεται από φυτικές, ζωικές ή ορυκτές ουσίες π.χ. σπορέλαιο, αμυγδαλέλαιο, αραβοσιτέλαιο, φιστικέλαιο,… … Dictionary of Greek
αερόπλαστος — η, ο ο πλασμένος από αέρα «αερόπλαστη κόρη», λεπτή, αιθέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + πλαστός < πλάσσω] … Dictionary of Greek