-
1 αιχμαλωτις
III -
2 αἰχμαλωτίς
-
3 αἰχμαλωτίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰχμαλωτίς
-
4 αἰχμαλωτίς
-
5 συν-αιχμαλωτίς
συν-αιχμαλωτίς ίδος, ἡ bes. fem. zum Folgdn.
-
6 αιχμαλωτίδα
-
7 αἰχμαλωτίδα
-
8 αιχμαλωτίδας
-
9 αἰχμαλωτίδας
-
10 αιχμαλωτίδες
-
11 αἰχμαλωτίδες
-
12 αιχμαλωτίδος
-
13 αἰχμαλωτίδος
-
14 αιχμαλωτίδων
-
15 αἰχμαλωτίδων
-
16 αιχμαλωτίσι
-
17 αἰχμαλωτίσι
-
18 αιχμαλωτίσιν
-
19 αἰχμαλωτίσιν
См. также в других словарях:
αιχμαλωτίς — αἰχμαλωτὶς ( ίδος), η (Α) [αἰχμάλωτος] 1. (ως επίθ. θηλ. τού αιχμάλωτος* 2. ως ουσ. η αιχμάλωτη … Dictionary of Greek
αἰχμαλωτίδα — αἰχμαλωτίς captive fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαλωτίδας — αἰχμαλωτίς captive fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαλωτίδες — αἰχμαλωτίς captive fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαλωτίδος — αἰχμαλωτίς captive fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαλωτίδων — αἰχμαλωτίς captive fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαλωτίσι — αἰχμαλωτίς captive fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαλωτίσιν — αἰχμαλωτίς captive fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)