Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αἰχμαλωτίς

См. также в других словарях:

  • αιχμαλωτίς — αἰχμαλωτὶς ( ίδος), η (Α) [αἰχμάλωτος] 1. (ως επίθ. θηλ. τού αιχμάλωτος* 2. ως ουσ. η αιχμάλωτη …   Dictionary of Greek

  • αἰχμαλωτίδα — αἰχμαλωτίς captive fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμαλωτίδας — αἰχμαλωτίς captive fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμαλωτίδες — αἰχμαλωτίς captive fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμαλωτίδος — αἰχμαλωτίς captive fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμαλωτίδων — αἰχμαλωτίς captive fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμαλωτίσι — αἰχμαλωτίς captive fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμαλωτίσιν — αἰχμαλωτίς captive fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»