-
1 αιχμαλωτίδες
-
2 αἰχμαλωτίδες
См. также в других словарях:
αἰχμαλωτίδες — αἰχμαλωτίς captive fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αιχμαλωτίδες
2 αἰχμαλωτίδες
αἰχμαλωτίδες — αἰχμαλωτίς captive fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)