-
1 αιχμαλωσία
αἰχμαλωσίᾱ, αἰχμαλωσίαcaptivity: fem nom /voc /acc dualαἰχμαλωσίᾱ, αἰχμαλωσίαcaptivity: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————αἰχμαλωσίαι, αἰχμαλωσίαcaptivity: fem nom /voc plαἰχμαλωσίᾱͅ, αἰχμαλωσίαcaptivity: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 αιχμαλωσια
-
3 αἰχμαλωσία
αἰχμαλωσία, ας, ἡ (Polyb. 5, 102, 5; Diod S, Plut., Vett. Val.; Michel 965, 6; LXX; PsSol 2:6; TestSol 10:36 C; Test12Patr, ParJer 6:19; GrBar ins 2; AscIs 3:2; Joseph.; Ar 8, 6).① state of captivity, captivity, mostly in war (Am 1:15; Jos., Ant. 10, 68; Ar. 8, 6) 2 Cl 6:8. W. πόλεμος 1 Cl 3:2. εἴ τις εἰς αἰ. εἰς αἰ. ὑπάγει anyone who is allotted for capt. goes into capt. Rv 13:10 (cp. Jer 15:2); if the addition ἀπάγει (v.l.) is read: one who leads into captivity goes into captivity.② abstr. for concr. a captured military force, prisoners of war, captives (Diod S 17, 70, 6; Num 31:12; Jdth 2:9; 1 Esdr 6:5, 8; 1 Macc 9:70, 72; 2 Macc 8:10; Jos., Ant. 11, 1) Hb 7:1 v.l.; αἰχμαλωτεύειν αἰ. Eph 4:8 (Ps 67:19).—TW. -
4 αἰχμαλωσία
Βλ. λ. αιχμαλωσία -
5 αἰχμαλωσίᾳ
Βλ. λ. αιχμαλωσία -
6 αἰχμαλωσία
{сущ., 3}1. плен, пленение;2. пленный.Ссылки: Еф. 4:8; Откр. 13:10. LXX: 7628 (יבִשְׁ), 1473 (הָלוֹגּ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αἰχμαλωσία
-
7 αιχμαλωσία
{сущ., 3}1. плен, пленение;2. пленный.Ссылки: Еф. 4:8; Откр. 13:10. LXX: 7628 (יבִשְׁ), 1473 (הָלוֹגּ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αιχμαλωσία
-
8 αἰχμαλωσία
-ας + ἡ N 1 7-11-45-35-40=138 Nm 21,1; 31,12.19.26; Dt 21,13ἀποστρέψω τὴν αἰχμαλωσίαν I shall turn back the captivity, bring back the captives Ez 39,25; ἐν τῷ ἐπιστρέψαι κύριον τὴν αἰχμαλωσίαν when the Lord brings back the captivity Ps 13(14),7*Is 1,27 αἰχμαλωσία αὐτῆς her captives-ביהשׁ בהשׁ for MT ביהשׁ ובשׁ those in her (Sion) who repent; *Ez 11,15 τῆς αἰχμαλωσίας σου your captivity, your group of captives-גולתך for MT גאלתך of your kindred;*Ez 32,9 αἰχμαλωσίαν σου your captivity-ביךשׁ for MT ברךשׁ your destruction; *Jl 4,8 εἰς αἰχμαλωσίανintocaptivity-ביםשׁל for MT באיםשׁל to the Sabeans; *Ezr 5,5 αἰχμαλωσίαν captivity-בישׁ בהשׁ for MT בישׂיבשׂ eldersneol.?→NIDNTT; TWNT -
9 αιχμαλωσία
η1) пленение; плен; 2) условия жизни, положение пленного -
10 αἰχμαλωσία
1. плен, пленение; 2. пленные; LXX: (שְׂבִי), (גּוֹלָה).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > αἰχμαλωσία
-
11 αιχμαλωσία
[эхмалосиа] ουσ. Θ. плен.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αιχμαλωσία
-
12 αιχμαλωσία
[эхмалосиа] ουσ θ плен. -
13 αἰχμαλωσία
αἰχμᾰλ-ωσία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰχμαλωσία
-
14 αἰχμαλωσία
αἰχμ-αλωσία, die Kriegsgefangenschaft; die Kriegsgefangenen -
15 αιχμαλωσία
1) captivité2) capture -
16 αιχμαλωσία
1) łup (m) rzecz.2) pojmanie (n) rzecz.3) zdobycz (m) rzecz. -
17 αιχμαλωσία
1) chytání2) kořist3) lovení4) ukořistění5) úlovek -
18 αιχμαλωσία
captureΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αιχμαλωσία
-
19 captivité
αιχμαλωσία -
20 chytání
αιχμαλωσία
См. также в других словарях:
αἰχμαλωσία — αἰχμαλωσίᾱ , αἰχμαλωσία captivity fem nom/voc/acc dual αἰχμαλωσίᾱ , αἰχμαλωσία captivity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαλωσίᾳ — αἰχμαλωσίαι , αἰχμαλωσία captivity fem nom/voc pl αἰχμαλωσίᾱͅ , αἰχμαλωσία captivity fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιχμαλωσία — η 1. η σύλληψη σε καιρό πολέμου αντρών του αντίπαλου στρατού: Αποτέλεσμα της μάχης ήταν η αιχμαλωσία αρκετών χιλιάδων αντρών του αντιπάλου. 2. η κατάσταση του αιχμαλώτου: Περάσαμε στην αιχμαλωσία δυο χρόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιχμαλωσία — η (Α αἰχμαλωσία) [αἰχμάλωτος] η σύλληψη κάποιου από τον εχθρό κατά τη διάρκεια μάχης ή πολέμου, αιχμαλωτισμός νεοελλ. η κατάσταση τού αιχμαλώτου αρχ. το σύνολο τών αιχμαλώτων, οι αιχμάλωτοι … Dictionary of Greek
αἰχμαλωσίας — αἰχμαλωσίᾱς , αἰχμαλωσία captivity fem acc pl αἰχμαλωσίᾱς , αἰχμαλωσία captivity fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαλωσίαι — αἰχμαλωσία captivity fem nom/voc pl αἰχμαλωσίᾱͅ , αἰχμαλωσία captivity fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαλωσίαν — αἰχμαλωσίᾱν , αἰχμαλωσία captivity fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαλωσιῶν — αἰχμαλωσία captivity fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαλωσίαις — αἰχμαλωσία captivity fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek
Έσδρας — (5ος αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Ιερέας των Ιουδαίων και νομοδιδάσκαλος. Γεννήθηκε κατά την αιχμαλωσία της Βαβυλώνας και μαζί με τον Νεεμία συνετέλεσε στη θρησκευτική, πολιτική και κοινωνική οργάνωση των Ιουδαίων που επέστρεψαν από την αιχμαλωσία … Dictionary of Greek