Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αἰχμαλωσία

См. также в других словарях:

  • αἰχμαλωσία — αἰχμαλωσίᾱ , αἰχμαλωσία captivity fem nom/voc/acc dual αἰχμαλωσίᾱ , αἰχμαλωσία captivity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμαλωσίᾳ — αἰχμαλωσίαι , αἰχμαλωσία captivity fem nom/voc pl αἰχμαλωσίᾱͅ , αἰχμαλωσία captivity fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιχμαλωσία — η 1. η σύλληψη σε καιρό πολέμου αντρών του αντίπαλου στρατού: Αποτέλεσμα της μάχης ήταν η αιχμαλωσία αρκετών χιλιάδων αντρών του αντιπάλου. 2. η κατάσταση του αιχμαλώτου: Περάσαμε στην αιχμαλωσία δυο χρόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιχμαλωσία — η (Α αἰχμαλωσία) [αἰχμάλωτος] η σύλληψη κάποιου από τον εχθρό κατά τη διάρκεια μάχης ή πολέμου, αιχμαλωτισμός νεοελλ. η κατάσταση τού αιχμαλώτου αρχ. το σύνολο τών αιχμαλώτων, οι αιχμάλωτοι …   Dictionary of Greek

  • αἰχμαλωσίας — αἰχμαλωσίᾱς , αἰχμαλωσία captivity fem acc pl αἰχμαλωσίᾱς , αἰχμαλωσία captivity fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμαλωσίαι — αἰχμαλωσία captivity fem nom/voc pl αἰχμαλωσίᾱͅ , αἰχμαλωσία captivity fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμαλωσίαν — αἰχμαλωσίᾱν , αἰχμαλωσία captivity fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμαλωσιῶν — αἰχμαλωσία captivity fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμαλωσίαις — αἰχμαλωσία captivity fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… …   Dictionary of Greek

  • Έσδρας — (5ος αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Ιερέας των Ιουδαίων και νομοδιδάσκαλος. Γεννήθηκε κατά την αιχμαλωσία της Βαβυλώνας και μαζί με τον Νεεμία συνετέλεσε στη θρησκευτική, πολιτική και κοινωνική οργάνωση των Ιουδαίων που επέστρεψαν από την αιχμαλωσία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»