-
21 lovení
αιχμαλωσία -
22 ukořistění
αιχμαλωσία -
23 úlovek
αιχμαλωσία -
24 αιχμαλωσίας
αἰχμαλωσίᾱς, αἰχμαλωσίαcaptivity: fem acc plαἰχμαλωσίᾱς, αἰχμαλωσίαcaptivity: fem gen sg (attic doric aeolic) -
25 αἰχμαλωσίας
αἰχμαλωσίᾱς, αἰχμαλωσίαcaptivity: fem acc plαἰχμαλωσίᾱς, αἰχμαλωσίαcaptivity: fem gen sg (attic doric aeolic) -
26 αιχμαλωσίαι
αἰχμαλωσίαcaptivity: fem nom /voc plαἰχμαλωσίᾱͅ, αἰχμαλωσίαcaptivity: fem dat sg (attic doric aeolic) -
27 αἰχμαλωσίαι
αἰχμαλωσίαcaptivity: fem nom /voc plαἰχμαλωσίᾱͅ, αἰχμαλωσίαcaptivity: fem dat sg (attic doric aeolic) -
28 плен
-
29 αιχμαλωσίαν
-
30 αἰχμαλωσίαν
-
31 плен
-а, προθτ. о плене, в плену α.1. αιχμαλωσία, -ώτιση, -σμός•взять в плен αιχμαλωτίζω•
попасть в плен αιχμαλωτίζομαι•
нэхо-диться в -у είμαι (βρίσκομαι) αιχμάλωτος, σε αιχμαλωσία.
2. μτφ. κυρίευση, κατοχή, κυριαρχία•освободиться от -а предрассудков, απελευτερώνομαι από την κυριαρχία των προλήψεων.
-
32 неволя
невол||яж ἡ σκλαβιά, ἡ δουλεία / ἡ αἰχμαλωσία (плен):содержаться и \неволяе (о птицах, зверях) βρίσκομαι κλεισμένος στό κλουβί· ◊ охота пу́ще \неволяи по-гов. ἡ ἀνάγκη βουνά γκρεμίζει καί κάστρα καταλεϊ. -
33 плен
пленм ἡ ἀΙχμαλωσία, ἡ αίχμαλωτηση[-ις], ὁ αίχμαλωτισμός:взять в \плен αίχ-μαλωτίζω, πιάνω αίχμάλωτο, συλλαμβάνω αἰχμάλωτο· попасть в \плен αἰχμαλωτίζομαι· сдаться в \плен παραδίδομαι αἰχμάλωτος. -
34 αιχμαλωσιών
-
35 αἰχμαλωσιῶν
-
36 αιχμαλωσίαις
-
37 αἰχμαλωσίαις
-
38 161
{сущ., 3}1. плен, пленение;2. пленный.Ссылки: Еф. 4:8; Откр. 13:10. LXX: 7628 (יבִשְׁ), 1473 (הָלוֹגּ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 161
-
39 captivity
noun (a state of being a prisoner, caged etc: animals in captivity in a zoo.) αιχμαλωσία -
40 держать
держу, держишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. держанный, βρ: -жан, -а, -о ρ.δ.μ.1. κρατώ, βαστώ•держать зонтик κρατώ την ομπρέλα.
|| εμποδίζω•кто меня -ит? ποιος με κρατάει;
μτφ. δεν αφήνω να μου ξεφύγει•-йте вора! πιάστε τον κλέφτη!•
держать а повиновении κρατώ σε υποταγή•
держать собаку в цепи έχω δεμένο το σκυλί με αλυσίδα.
|| μτφ. διατηρώ, διαφυλάσσω.2. υποβαστάζω•балкон -ат четыре коллоны το μπαλκόνι το κρατούν τέσσερις κολλόνες.
|| συγκρατώ, παρεμποδίζω. || κατέχω.3. βάζω (θέτω) υπο κράτηση•держать в плену κρατώ σε αιχμαλωσία•
держать под стражей κρατώ υπο φρούρηση.
4. κρατώ σε•держать город в осадном положении κρατώ την πόλη σε κατάσταση πολιορκίας• — в неведении κρατώ σε άγνοια.
|| παλ. συμπέριφέρνομαι.5. αφήνω•держать окна откритими αφήνω τα παράθυρα ανοιχτά•
держать глаза опущенными κρατώ τα μάτια χαμηλωμένα.
6. φυλάσσω, διαφυλάσσω• έχω•держать деньги в сберкассе φυλάσσω τα χρήματα στο ταμιευτήριο.
7. έχω, διατηρώ, διατρέφω•держать домашную птицу κρατώ οικόσιτα πουλερικά.
|| κατέχω, είμαι κάτοχος, διατηρώ•гостиницу κρατώ ξενοδοχείο.
8. κατευθύνομαι•-и вправо! τράβα όλο δεξιά!
εκφρ.–и кармам (шире) – απλ. ειρν. κάνε όρεξη, περίμενε...держать курс ή путь – παίρνω κατεύθυνση προς•держать себя – φέρνομαι, αυμπεριφέρνομαι•(своё) слово κρατώ το λόγο (μου)•держать сторону чью ή руку – παίρνω το μέρος κάποιου•держать в уме ή в голове, в мыслях – κρατώ στό μυαλό, στό κεφάλι, στη σκέψη (θυμούμαι)•держать себя в руках – συγκρατιέμαι•держать кого в руках – συγκρατώ κάποιον•держать при себе – κρατώ μέσα μου (δεν εκδηλώνω)•ноги не -ат – δεν κρατιέμαι στα πόδια (από κούραση ή αδυναμία)•держать пост – κρατώ σαρακοστή, νηστεία•держать экзамены – δίνω εξετάσεις•никто вас не -ит – κανένας δεν σας κρατάει, ο δρόμος είναι ανοιχτός•держать речь – βγάζω λόγο, αγορεύω•держать ответ – απαντώ, δίνω απάντηση•держать в тайне ή в секрете – κρατώ μυστικό•держать обещание – κρατώ (τηρώ) την υπόσχεση.1. κρατιέμαι, βαστιέμαι•я -усь за вас, чтобы не упасть κρατιέμαι από σας, για να μήπέσω.
2. υποβαστάζομαι, στηρίζομαι•мост –ится на пяти быках η γέφυρα στηρίζεται σε πέντε στύλους.
|| μτφ. υποστηρίζομαι, βασίζομαι.3. στέκομαι•он с трудом -лся на ногах με δυσκολία κρατιόνταν στα πόδια.
|| φέρομαι, συμπεριφέρομαι•он -ится очень скромно αυτός φέρεται πολύ ταπεινά.
4. держать διατηρούμαι, σώζομαι•эта краска долго -ится αυτή η μπογιά κρατάει πολύ καιρό•
ветхий дом ещё -ится^то παλιόαπιτο ακόμα κρατιέται.
5. (στρατ.) αντιστέκομαι•крепость долго -лась το φρούριο κρατούσε πολύ καιρό.
6. έχω κατεύθυνση•правой стороны κατευθύνομαι δεξιά.
7. ακολουθώ, παραδέχομαι, είμαι υπέρ•держать строгих правил είμαι υπέρ των αυστηρών κανόνων (ηθών)•, либеральных взглядов ακολουθώ φιλερεύθερες ιδέες.
|| εμμένω, δε.ν παρεκκλίνω•держать прежнего мнения κρατώ τη γνώμη που είχα•
держать намеченной цели δεν παρεκκλίνω από τον καθορισμένο σκοπό.
8. φυλάσσομαι, διαφυλάσσομαι.9. διατηρούμαι.10. συγκρατιέμαι•она долго -лась, но наконец расплакалась αυτή πολύ κρατήθηκε, όμως τελικά ξέσπασε σε κλάματα.
εκφρ.только -йсь! – μόνο κρατήσου! (για δύσκολη κατάσταση)•держать вместе – ενεργώ από κοινού•держать особняком – απέχω, αποτραβιέμαι, ζω κατά μόνας, μόνος.
См. также в других словарях:
αἰχμαλωσία — αἰχμαλωσίᾱ , αἰχμαλωσία captivity fem nom/voc/acc dual αἰχμαλωσίᾱ , αἰχμαλωσία captivity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαλωσίᾳ — αἰχμαλωσίαι , αἰχμαλωσία captivity fem nom/voc pl αἰχμαλωσίᾱͅ , αἰχμαλωσία captivity fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιχμαλωσία — η 1. η σύλληψη σε καιρό πολέμου αντρών του αντίπαλου στρατού: Αποτέλεσμα της μάχης ήταν η αιχμαλωσία αρκετών χιλιάδων αντρών του αντιπάλου. 2. η κατάσταση του αιχμαλώτου: Περάσαμε στην αιχμαλωσία δυο χρόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιχμαλωσία — η (Α αἰχμαλωσία) [αἰχμάλωτος] η σύλληψη κάποιου από τον εχθρό κατά τη διάρκεια μάχης ή πολέμου, αιχμαλωτισμός νεοελλ. η κατάσταση τού αιχμαλώτου αρχ. το σύνολο τών αιχμαλώτων, οι αιχμάλωτοι … Dictionary of Greek
αἰχμαλωσίας — αἰχμαλωσίᾱς , αἰχμαλωσία captivity fem acc pl αἰχμαλωσίᾱς , αἰχμαλωσία captivity fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαλωσίαι — αἰχμαλωσία captivity fem nom/voc pl αἰχμαλωσίᾱͅ , αἰχμαλωσία captivity fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαλωσίαν — αἰχμαλωσίᾱν , αἰχμαλωσία captivity fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαλωσιῶν — αἰχμαλωσία captivity fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαλωσίαις — αἰχμαλωσία captivity fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek
Έσδρας — (5ος αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Ιερέας των Ιουδαίων και νομοδιδάσκαλος. Γεννήθηκε κατά την αιχμαλωσία της Βαβυλώνας και μαζί με τον Νεεμία συνετέλεσε στη θρησκευτική, πολιτική και κοινωνική οργάνωση των Ιουδαίων που επέστρεψαν από την αιχμαλωσία … Dictionary of Greek