-
1 αἰτιολογικός
A ready at giving the cause, inquiring into causes, αἰτιολογικώτατος, of Aristotle, D.L.5.32; causal, G.:—Subst., τὸ -κόν investigation of causes, Str.2.3.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰτιολογικός
См. также в других словарях:
ενάφορμος — ἐνάφορμος, ον (Α) αυτός που προέρχεται από κάποια αφορμή, από κάποιο αίτιο, δικαιολογημένος, εύλογος, λογικός. επίρρ... ἐναφόρμως με αφορμή, με αιτία, δικαιολογημένα, επομένως εύστοχα, κατάλληλα, στην κατάλληλη περίσταση, επίκαιρα … Dictionary of Greek
πανικός — Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν π. τον φόβο που προερχόταν από τον θεό Πάνα. Σήμερα π. λέγεται ο μεγάλος φόβος που εξαιτίας του παραλύει ο λογικός έλεγχος των πράξεων εκείνων που τους διακατέχει. Στην ψυχοπαθολογία π. λέγεται ο φόβος που παραλύει τα… … Dictionary of Greek