-
1 αιτιολογικώτατος
-
2 αἰτιολογικώτατος
-
3 αἰτιολογικός
A ready at giving the cause, inquiring into causes, αἰτιολογικώτατος, of Aristotle, D.L.5.32; causal, G.:—Subst., τὸ -κόν investigation of causes, Str.2.3.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰτιολογικός
См. также в других словарях:
αἰτιολογικώτατος — αἰτιολογικός ready at giving the cause masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)