-
1 Αισάκου
-
2 Αἰσάκου
-
3 αισάκου
-
4 αἰσάκου
См. также в других словарях:
Αἰσάκου — Αἴσακος branch of myrtle masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσάκου — αἴσακος branch of myrtle masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστεροπή — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Κεβρήνα, ποτάμιου θεού, σύζυγος του Αίσακου, γιου του Πριάμου και της πρώτης συζύγου του Αρίσβης. Όταν πέθανε, τη θρήνησε τόσο ο σύζυγός της, που οι θεοί τον λυπήθηκαν και τον μεταμόρφωσαν σε πουλί. 2.… … Dictionary of Greek