-
1 αισχίστη
αἰσχρόςcausing shame: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————αἰσχρόςcausing shame: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 αἰσχίστη
Βλ. λ. αισχίστη -
3 αἰσχίστῃ
Βλ. λ. αισχίστη -
4 ἐπί-κλησις
ἐπί-κλησις, ἡ, Zuname, Beiname; ἄρκτον ϑ' ἣν καὶ ἅμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν, die man auch den Wagen (mit Beinamen) benennt, Il. 18, 487; Ἀστυάναξ, ὃν Τρῶες ἐπίκλησιν καλέουσιν, wie ihn die Troer mit Beinamen nennen, denn sein Vater nannte ihn Skamandrios, 22, 506; Μενέσϑιον ἔτεκε Πολυδώρη Σπερχειῷ, αὐτὰρ ἐπίκλησιν Βώρῳ, aber unter dem von ihm angenommenen falschen Namen Boros, 16, 177; Τιτῆνας ἐπίκλησιν καλέεσκεν τιταίνοντας ἀτασϑαλίῃ μέγα ῥέξαι ἔργον, er benannte sie darum Titanen, weil sie, wo ἐπίκλησιν auf einen bestimmten Grund der Benennung hinweis't, Hes. Th. 207; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 203. – Auch in Prosa adverbial, ἐπίκλησιν δὲ αὕτη ἡ κρήνη καλέεται Ἡλίου Her. 4, 181; Ἀϑηναίης ἐπίκλησιν Ἀσσησίης 1, 19; τὸν τοῦ βουκόλου ἕπίκλησιν παῖδα, dem Namen nach, 1, 114. Vgl. ἐπίκλην. – Die Benennung, Plat. Epinom. 974 b; Thuc. 1, 3; αἰσχίστη, der größte Schimpf, 7, 68, wie ἐπίκλησιν ἔχει κακὸς εἶναι Xen. Lac. 9, 4. – Die Anrufung, δαιμόνων D. Cass. 78, 4; Luc. salt. 11. – Die Berufung, Plut. Marcell. 2; τῶν δημάρχων Cat. min-46. – Die Sage, das Gerücht, Apolld. 1, 3, 2.
-
5 επικλησις
- εως ἥ1) прозвище, наименование, название(πολλὰς ἐπικλήσεις ἔχειν Plut.)
ἥ τῆς ποιήσεως ἐ. Plat. — (самое) название «производство»2) (добрая или дурная) слава, репутация(αἰσχίστη Thuc.)
ἐπίκλησιν ἔχειν Xen. — иметь (ту или иную) славу3) воззвание (о помощи), призыв(Ἀφροδίτης Luc.)
4) юр. апелляция -
6 νοσος
ион. νοῦσος ἥ1) болезнь, недугἐς νόσον πίπτειν Aesch. — заболеть;
ν. μεγάλη или ἱερά Her. — падучая болезнь, эпилепсия;ν. φρενῶν Aesch. — безумие2) негодность, бесплодие(τῆς γῆς Xen.)
3) бедствие, бич, язва(πόλεως Plat.)
τινάκτειρα ν. Aesch. = ἥ τοῦ Ποσειδῶνος τρίαινα4) страдание, мучение(πάντων νόσων ἀπαλλαγῆναι Aesch.)
5) недостаток, порок(αἰσχίστη ν. Eur.)
-
7 αισχίστηι
-
8 αἰσχίστηι
-
9 κακοῦργος
Aδαιμόνια κακοεργά Aen.Gaz.Thphr.p.60B.
), ον, ([etym.] ἔργον) doing ill, mischievous, knavish, once in Hom., ἀλλά με γαστὴρ ὀτρύνει κακοεργός importunate, Od.18.54; freq. later,κλῶπες κακοῦργοι Hdt. 1.41
;κ. ἀνήρ S.Aj. 1043
; alsoκακουργότατος λόγος D.20.125
;κ. μάχαιρα AP11.136
(Lucill.);- ότατα εἰπεῖν Antipho 2.4.2
. Adv.- γως Poll.3.132
.2 as Subst., malefactor, criminal in the eye of the law, Ps.-Phoc.133, Th.1.134, PLille 1.7.20 (iii B.C.), Ev.Luc. 23.32, etc.;οὐδεὶς κακοεργός Theoc.15.47
; at Athens, technically, thief, robber, , cf. 16, Lys.13.78, D.22.28, 24.102.II c. gen., doing harm to, κ. μὲν τῶν ἄλλων, ἑαυτοῦ δὲ πολὺ -ότερος, X.Mem.1.5.3, cf. Pl.R. 421b: abs., harmful, κ. ἐπιθυμίαι ib. 554c; ;ἄγνοια -οτάτη καὶ αἰσχίστη Id.Alc.1.118a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοῦργος
-
10 ἐπίκλησις
ἐπί-κλησις, ἡ, Zuname, Beiname; ἄρκτον ϑ' ἣν καὶ ἅμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν, die man auch den Wagen (mit Beinamen) benennt; Ἀστυάναξ, ὃν Τρῶες ἐπίκλησιν καλέουσιν, wie ihn die Troer mit Beinamen nennen, denn sein Vater nannte ihn Skamandrios; Μενέσϑιον ἔτεκε Πολυδώρη Σπερχειῷ, αὐτὰρ ἐπίκλησιν Βώρῳ, aber unter dem von ihm angenommenen falschen Namen Boros; Τιτῆνας ἐπίκλησιν καλέεσκεν τιταίνοντας ἀτασϑαλίῃ μέγα ῥέξαι ἔργον, er benannte sie darum Titanen, weil sie, wo ἐπίκλησιν auf einen bestimmten Grund der Benennung hinweist; τὸν τοῦ βουκόλου ἕπίκλησιν παῖδα, dem Namen nach. Die Benennung; αἰσχίστη, der größte Schimpf. Die Anrufung. Die Berufung. Die Sage, das Gerücht
См. также в других словарях:
αἰσχίστη — αἰσχρός causing shame fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχίστῃ — αἰσχρός causing shame fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχίστηι — αἰσχίστῃ , αἰσχρός causing shame fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακούργος — α, ο και ικο (AM κακοῡργος, ον, Α ποιητ. τ. κακοεργής, ές και κακοεργός, όν) 1. ως ουσ. ο κακούργος, η κακούργα, το κακούργο και κακούργικο ένοχος κακουργήματος, κακοποιός, εγκληματίας («ἐσταύρωσαν αὐτὸν καὶ τοὺς κακούργους, ὃν μὲν ἐκ δεξιῶν ὃν… … Dictionary of Greek