-
1 αισχίστως
-
2 αἰσχίστως
-
3 αἰσχρός
A causing shame, dishonouring, reproachful,νείκεσσεν.. αἰσχροῖς ἐπέεσσιν Il.3.38
, etc. Adv.αἰσχρῶς, ἐνένισπεν 23.473
.II opp. καλός:1 of outward appearance, ugly, ill-favoured, of Thersites, Il.2.216, cf. h.Ap. 197, Hdt.1.196 ([comp] Comp.), etc. ; deformed, Hp.Art.14 ([comp] Sup.); αἰσχρῶς χωλός with an ugly lameness, ib.63: but commonly,2 in moral sense, shameful, base, Hdt.3.155, A.Th. 685, etc.; ; αἰσχρόν [ἐστι], c. inf., Il.2.298, S.Aj. 473, etc.; αἰσχρόν, εἰ πύθοιτό τις ib. 1159;ἐν αἰσχρῷ θέσθαι τι E.Hec. 806
; ἐπ' αἰσχροῖς on the ground of base actions, S. Fr. 188, E.Hipp. 511:—τὸ αἰ. as Subst., dishonour, S.Ph. 476; τὸ ἐμὸν αἰ. my disgrace, And.2.9; τὸ καλὸν καὶ τὸ αἰ. virtue and vice, Arist.Rh. 1366a24, etc. Adv., shamefully, S.El. 989, Pl.Smp. 183d, etc.: [comp] Sup. , S.OT 367.3 ill-suited,αἰ. ὁ καιρός D.18.178
; αἰ. πρός τι awkward at it, X.Mem.3.8.7;αἰσχρὸν καὶ ἄτεχνον Hp. Fract.30
.III Regul. [comp] Comp. and [comp] Sup. -ότερος, -ότατος are late, Phld.Rh.2.58S. (prob.), Ath.13.587b: elsewh. αἰσχίων, αἴσχιστος (formed from a Root [pref] αἰσχο-), Il.21.437, 2.216; double [comp] Sup.αἰσχιστότατος Olymp.in Alc.p.124
C. Adv., [comp] Sup.αἰσχίστως Mnasalc.
ap. Ath.4.163a, Man.1.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰσχρός
См. также в других словарях:
αἰσχίστως — αἰσχρός causing shame adverbial αἰσχρός causing shame masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισχρός — ή, ό (Α αἰσχρός, ά, όν) 1. αυτός που προκαλεί την ντροπή, επονείδιστος, επαίσχυντος, ατιμωτικός 2. ανήθικος, φαύλος, κακοήθης, άθλιος, φρικτός αρχ. 1. (ως αντίθ. τού καλός) (για την εξωτερική εμφάνιση) άσχημος, δύσμορφος, παραμορφωμένος 2.… … Dictionary of Greek