Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αἰσυλοεργός

См. также в других словарях:

  • αισυλοεργός — αἰσυλοεργός, όν (Α) αυτός που πράττει ανόσια, κακούργος, παράνομος, άδικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴσυλος + εργός < ἔργον] …   Dictionary of Greek

  • αἰσυλοεργός — ill doing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσυλοεργόν — αἰσυλοεργός ill doing masc/fem acc sg αἰσυλοεργός ill doing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσυλοεργοῦ — αἰσυλοεργός ill doing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσυλοεργῶν — αἰσυλοεργός ill doing masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»