-
1 αισυλοεργόν
-
2 αἰσυλοεργόν
См. также в других словарях:
αἰσυλοεργόν — αἰσυλοεργός ill doing masc/fem acc sg αἰσυλοεργός ill doing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αισυλοεργόν
2 αἰσυλοεργόν
αἰσυλοεργόν — αἰσυλοεργός ill doing masc/fem acc sg αἰσυλοεργός ill doing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)