-
1 αισθητηριον
τό1) филос. (лат. sensorium) орган чувств, чувствилище Plat., Arst., Sext.2) чувство, способность -
2 αἰσθητήριον
{сущ., 1}орган чувств; перен. чувство, способность понимать, распознавать, судить (Евр. 5:14).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αἰσθητήριον
-
3 αισθητήριον
{сущ., 1}орган чувств; перен. чувство, способность понимать, распознавать, судить (Евр. 5:14).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αισθητήριον
-
4 αἰσθητήριον
орган чувств; перен. чувство, способность (понимать, распознавать, судить).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > αἰσθητήριον
-
5 ακριβης
21) точный(αἰσθητήριον Arst.)
ἀ. ὄμμασι Theocr. — зоркий;οὐκ ἔστ΄ ἀκριβὲς οὐδὲν εἴς τι Eur. — нет точных признаков для определения чего-л.2) исполнительный, тщательный, добросовестный(δικαστής Thuc.; ἰατρός Plat.)
3) строгий, совершенный(ἐπιστήμη, ἀλήθεια Plat.)
4) изысканный, тонкий, искусный(λόγοι Arph.)
5) узкий, тесный, ограниченный(εἶδος τῶν διαλόγων Plat.)
6) расчетливый, бережливый(ταμίας Plut.)
7) точно облегающий, хорошо прилаженный(θώρακες Xen.)
-
6 γευστικος
-
7 κριτηριον
τό1) способность различения, средство суждения, мерило, критерий(τὸ κ. τινος ἐν ἑαυτῷ ἔχειν Plat.; τὸ αἰσθητήριον καὴ κ. τῶν χυμῶν Arst.; τούτων κ. ἥ αἴσθησίς ἐστιν Plut.)
2) судилище, суд(κοινὸν ἐκ πάντων τῶν Ἑλλήνων κ. Polyb.; ἕλκειν τινὰ εἰς κριτήρια NT.)
3) судебное дело, тяжба(κριτήρια βιωτικά NT.)
-
8 οσφραντικος
-
9 145
{сущ., 1}орган чувств; перен. чувство, способность понимать, распознавать, судить (Евр. 5:14).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 145
См. также в других словарях:
αἰσθητήριον — organ of sense neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσθητηρίοις — αἰσθητήριον organ of sense neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσθητηρίου — αἰσθητήριον organ of sense neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσθητηρίων — αἰσθητήριον organ of sense neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσθητηρίῳ — αἰσθητήριον organ of sense neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσθητήρια — αἰσθητήριον organ of sense neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
чувствие — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = сущ. (греч. αἴσθησις) понятие, познание благоразумие … Словарь церковнославянского языка
αισθητήριο — το (Α αἰσθητήριον) βλ αισθητήριος … Dictionary of Greek
αισθητήριος — ια, ιο (Α αἰσθητήριον, το) [αἰσθάνομαι] (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το όργανο καθεμιάς από τις πέντε αισθήσεις νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στις αισθήσεις 2. το ουδ. ως ουσ. το αισθητήριο σε διάφορες φράσεις, όπως «πολιτικό αισθητήριο … Dictionary of Greek
γευστικός — ή, ό (AM γευστικός, ή, όν) [γεύομαι] αυτός που αναφέρεται στη γεύση, ο σχετικός με τη γεύση («γευστικοί κάλυκες», «γευστικά κύτταρα», «γευστικόν αἰσθητήριον» το όργανο τής γεύσης) νεοελλ. αυτός που έχει ευχάριστη γεύση, ο εύγευστος, ο νόστιμος… … Dictionary of Greek
οσφραντικός — ή, ό (ΑΜ ὀσφραντικός, ή, όν) [οσφραντός] (ο σχετικός με την όσφρηση, οσφρητικός α. «οσφραντικό νεύρο» β. «τὸ ὀσφραντικὸν αἰσθητήριον», Αριστοτ.) αρχ. 1. αυτός που έχει οξεία όσφρηση, που είναι ευαίσθητος σε οσμές 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀσφραντικόν … Dictionary of Greek