-
1 αισθητικός
-
2 αἰσθητικός
-
3 αἰσθητικός
αἰσθητικός, empfindend, wahrnehmend, τρίτον μέρος αἰσϑ. τὸ περἰ τὴν ἀκοήν, Plat. Tim. 67 a; ζωή Arist. Eth. Nic. 1, 7, 12; τινὀς, oft Plut.; – τὰ αἰσϑητικά, das Wahrnehmbare, Plut. cap. host. util. p. 279. – Adv., αἰσϑητικῶς έχω ἐμαυτοῦ, ich merke an mir, Ael. V. H. 14, 23.
-
4 αισθητικος
31) чувствующий, ощущающий2) чувственно воспринимаемый, чувственный -
5 αἰσθητικός
αἰσθητικός, empfindend, wahrnehmend; das Wahrnehmbare; bemerkend -
6 αισθητικός
η, ό[ν] 1.1) чувствительный (о клетках, нервах); 2) относящийся к чувственному восприятию;η αισθητική αντίληψη — восприятие;
3) эстетический;αισθητική απόλαυση — эстетическое наслаждение;
2. (ο) эстетик -
7 αισθητικός
-
8 αἰσθητικός
-ή,-όν A 0-0-0-2-0=2 Prv 14,10.30 -
9 αισθητικός
[эститикос] επ/ουσ способный к восприятию, эстетический. -
10 αἰσθητικός
A of or for sense-perception, sensitive, perceptive, Pl. Ti. 67a, etc.;ζῷα-κώτερα Thphr.Sens.29
; αἰ. ἀναθυμίασις, of the soul, Zeno Stoic.1.39;τὸ αἰ. [τῆς ψυχῆς] Diog.Oen.Fr.39
; ζωὴ αἰ. Arist.EN 1098a2; quick,γραῦς Alex.65
. Adv. αἰσθητικῶς, ἔχειν to be quick of perception, Arist.EE 1230b37;κινεῖσθαι Arr.Epict.1.14.7
, S.E.M.7.356; αἰ. ἔχειν ἑαυτοῦ, c. part., to be conscious of oneself doing, Ael.VH14.23;αἰ. γιγνώσκειν Procl.in Prm.p.754
S.II of things, perceptible, Plu.2.90b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰσθητικός
-
11 αισθητικός
aestheticΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αισθητικός
-
12 αισθητικωτέρα
αἰσθητικωτέρᾱ, αἰσθητικόςof: fem nom /voc /acc comp dualαἰσθητικωτέρᾱ, αἰσθητικόςof: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic)——————αἰσθητικωτέρᾱͅ, αἰσθητικόςof: fem dat comp sg (attic doric aeolic) -
13 αισθητικά
αἰσθητικόςof: neut nom /voc /acc plαἰσθητικά̱, αἰσθητικόςof: fem nom /voc /acc dualαἰσθητικά̱, αἰσθητικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
14 αἰσθητικά
αἰσθητικόςof: neut nom /voc /acc plαἰσθητικά̱, αἰσθητικόςof: fem nom /voc /acc dualαἰσθητικά̱, αἰσθητικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
15 αισθητικώτερον
αἰσθητικόςof: adverbial compαἰσθητικόςof: masc acc comp sgαἰσθητικόςof: neut nom /voc /acc comp sg -
16 αἰσθητικώτερον
αἰσθητικόςof: adverbial compαἰσθητικόςof: masc acc comp sgαἰσθητικόςof: neut nom /voc /acc comp sg -
17 αισθητικωτέρας
αἰσθητικωτέρᾱς, αἰσθητικόςof: fem acc comp plαἰσθητικωτέρᾱς, αἰσθητικόςof: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
18 αἰσθητικωτέρας
αἰσθητικωτέρᾱς, αἰσθητικόςof: fem acc comp plαἰσθητικωτέρᾱς, αἰσθητικόςof: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
19 αισθητικωτέρων
-
20 αἰσθητικωτέρων
См. также в других словарях:
αἰσθητικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισθητικός — ή, ό (Α αἰσθητικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα αισθητήρια και στις αισθήσεις ή στην αντίληψη διά μέσου τών αισθήσεων 2. αυτός που μπορεί να αισθάνεται, ο δεκτικός σε ερεθίσματα τού έξω κόσμου ή τού ίδιου τού σώματός του νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
αισθητικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με τα αισθητήρια: Οι αισθητικές θηλές των φυτών. 2. αυτός που έχει σχέση με την αισθητική, την επιστήμη του ωραίου: Τα αισθητικά φαινόμενα άρχισαν να μελετιούνται συστηματικά από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. 3. το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰσθητικά — αἰσθητικός of neut nom/voc/acc pl αἰσθητικά̱ , αἰσθητικός of fem nom/voc/acc dual αἰσθητικά̱ , αἰσθητικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσθητικώτερον — αἰσθητικός of adverbial comp αἰσθητικός of masc acc comp sg αἰσθητικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσθητικωτέρων — αἰσθητικός of fem gen comp pl αἰσθητικός of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσθητικῶν — αἰσθητικός of fem gen pl αἰσθητικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσθητικόν — αἰσθητικός of masc acc sg αἰσθητικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσθητικώτατα — αἰσθητικός of adverbial superl αἰσθητικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσθητικώτατον — αἰσθητικός of masc acc superl sg αἰσθητικός of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσθητικαῖς — αἰσθητικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)