-
1 αιπεινός
-
2 αἰπεινός
-
3 αἰπεινός
1 steepa lit.,αἰπεινῶν ἀπὸ σταθμῶν P. 4.76
Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις N. 9.5
b met., difficult — σοφίαι μὲν αἰπειναί hard to reach O. 9.108 τοῖο δ' ὀργὰν κνίζον αἰπεινοὶ λόγοι repugnant, distasteful N. 5.32 -
4 αἰπεινός
A high, lofty, of cities on heights,Ἴλιον Il.9.419
, al., cf. A.Fr. 284, S.Tr. 858 (lyr.), Ph. 1000;αἰθήρ B. 8.34
; of Delphi, ; of mountain-tops,κάρηνα Il.2.869
, Od.6.123.II metaph.,1 αἰ. λόγοι hasty, wicked words, Pi.N.5.32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰπεινός
-
5 αἰπεινός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > αἰπεινός
-
6 αἰπήεις
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > αἰπήεις
-
7 αιπεινά
αἰπεινόςhigh: neut nom /voc /acc plαἰπεινά̱, αἰπεινόςhigh: fem nom /voc /acc dualαἰπεινά̱, αἰπεινόςhigh: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
8 αἰπεινά
αἰπεινόςhigh: neut nom /voc /acc plαἰπεινά̱, αἰπεινόςhigh: fem nom /voc /acc dualαἰπεινά̱, αἰπεινόςhigh: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
9 αιπεινών
-
10 αἰπεινῶν
-
11 αιπεινόν
-
12 αἰπεινόν
-
13 αιπεινά
-
14 αἰπεινᾷ
-
15 αιπεινάι
-
16 αἰπεινᾶι
-
17 αιπεινάν
-
18 αἰπεινᾶν
-
19 αιπεινάς
-
20 αἰπεινᾶς
См. также в других словарях:
αιπεινός — αἰπεινός, ή, ὸν (Α) 1. (για πόλεις χτισμένες σε υψηλά μέρη) υψηλός, δυσπρόσιτος 2. (για κορυφές βουνών) απότομος, απόκρημνος 3. απερίσκεπτος, πονηρός «αἰπεινοὶ λόγοι» 4. δυσκολονόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αἰπεσ νὸς < αἶπος*πρβλ. και αἰπύς] … Dictionary of Greek
αἰπεινός — high masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπεινά — αἰπεινός high neut nom/voc/acc pl αἰπεινά̱ , αἰπεινός high fem nom/voc/acc dual αἰπεινά̱ , αἰπεινός high fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπεινῶν — αἰπεινός high fem gen pl αἰπεινός high masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπεινόν — αἰπεινός high masc acc sg αἰπεινός high neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπειναῖς — αἰπεινός high fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπειναί — αἰπεινός high fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπεινοῖο — αἰπεινός high masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπεινοῖσι — αἰπεινός high masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπεινοῖσιν — αἰπεινός high masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπεινοί — αἰπεινός high masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)