-
1 αιολόπωλος
-
2 αἰολόπωλος
-
3 αἰολόπωλος
αἰολό-πωλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰολόπωλος
-
4 αἰολόπωλος
αἰολό-πωλος: with glancing ( swift) steeds, Il. 3.185†, cf. Il. 19.404.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > αἰολόπωλος
-
5 αιολόπωλον
αἰολόπωλοςwith quick-moving steeds: masc /fem acc sgαἰολόπωλοςwith quick-moving steeds: neut nom /voc /acc sg -
6 αἰολόπωλον
αἰολόπωλοςwith quick-moving steeds: masc /fem acc sgαἰολόπωλοςwith quick-moving steeds: neut nom /voc /acc sg -
7 αιολοπώλους
-
8 αἰολοπώλους
См. также в других словарях:
αιολόπωλος — αἰολόπωλος, ον (Α) αυτός που έχει γρήγορα άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + πῶλος] … Dictionary of Greek
αἰολόπωλος — with quick moving steeds masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰολόπωλον — αἰολόπωλος with quick moving steeds masc/fem acc sg αἰολόπωλος with quick moving steeds neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰολοπώλους — αἰολόπωλος with quick moving steeds masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… … Dictionary of Greek