-
1 αιολοθώρηξ
-
2 αἰολοθώρηξ
-
3 αἰολοθώρηξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰολοθώρηξ
-
4 αἰολοθώρηξ
αἰολο-θώρηξ: with glancing cuirass.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > αἰολοθώρηξ
См. также в других словарях:
αιολοθώρηξ — αἰολοθώρηξ, ο (Α) αυτός που έχει λαμπερό, αστραφτερό θώρακα ή αυτός που κινείται με ευχέρεια μέσα στον θώρακά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + θώρηξ, ιων. τ. τού θώραξ] … Dictionary of Greek
αἰολοθώρηξ — with glancing breastplate masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… … Dictionary of Greek