-
1 αἰμίθεος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰμίθεος
-
2 πτοέω
A- ήσω AP7.214
(Arch.): [dialect] Ep. [tense] aor. ἐπτοίησα, [dialect] Aeol. ἐπτόαισα (v. infr.):—[voice] Pass., [dialect] Ep. [tense] aor. : [tense] pf. ἐπτόημαι, [dialect] Ep. ἐπτοίημαι (v. infr.):—terrify, scare, AP l.c.:—[voice] Pass., to be scared, dismayed,φρένες ἐπτοίηθεν Od.22.298
; ; ἐπτοημένας δεινοῖς δράκουσιν by serpents, E.El. 1255 (s. v.l.);ἔβαλλε χεῖρας ἐπτοημένας Id.Tr. 559
(lyr.);πτοηθεὶς ἐπὶ τοῖς ἠγγελμένοις Plb.31.11.4
, cf. LXX Ex.19.16, al., Ev.Luc.21.9, 24.37; περὶ ὃ ἂν τύχῃ Polystr.p.29 W.; of animals, Q.S.11.48, 13.457.II metaph., flutter, excite by any passion,τό μοι καρδίαν.. ἐπτόαισεν Sapph.2.6
, cf. eand.Supp.14.6;τὴν δὲ φρένας ἐπτοίησεν Κύπρις A.R.1.1232
; Κύπρις ἐπ' Αἰακίδῃ κούρῃ φρένας ἐπτοίησεν Poet. ap.Parth.21.2:—[voice] Pass., to be passionately excited, Mimn.5.2 (= Thgn. 1018);ἐπτοημένοι φρένας A.Pr. 856
;ὡς ἐπτόηται E.Ba. 214
, cf. IA 1029; ἔρωτι ἐπτοάθης ib. 586 (lyr.); πτοιηθεὶς ὑπ' ἔρωτι Call.l.c.; , cf. R. 439d, Epicur.Fr. 465;περὶ τὴν ὀχείαν Arist.HA 614a26
, cf. 571b10;περὶ τὰ ὄψα Plu. 2.1128b
;περὶ τὸ κέρδος Onos.1.20
;ἐς γυναῖκας Luc.Am.5
; ἐπὶ τὸ νέον ib.23;ἐπὶ γυναικί Parth.4.2
;πρὸς τὰς αἶγας Plu.2.989a
;τῇ γνώμῃ πρὸς τὸν πόλεμον Id.Sull.7
; to be distraught, μεθ' ὁμήλικας ἐπτοίηται he gapes like one distraught after his fellows, Hes.Op. 447; τὸ πτοηθέν distraction, E.Ba. 1268. ( πτοι- only in dactylic verse, perh. metri gr.; the - άω inflexion only in Thgn. l.c., E.IA 586 (lyr.); Lesb. - αις ([etym.] ε ) may have - αι- for - η- as αἰμίονος, etc.)
См. также в других словарях:
αιμι- — αἱμι (πρβλ. αἱμίθεος, αἱμίονος) (Α) αιολικός τύπος αντί ἡμι (ἡμίθεος, ἡμίονος) … Dictionary of Greek
ημίονος — Βλ. λ.μουλάρι. * * * ο, η (AM ἡμίονος, Α αιολ. τ. αἰμίονος) αυτός που είναι κατά το ήμισυ όνος, ο γεννημένος από όνο και άλογο, το μουλάρι αρχ. 1. μτφ. αυτός που ανήκει σε δύο διαφορετικές εθνικότητες («ἡμίονος βασιλεύς» βασιλιάς κατά το ήμισυ… … Dictionary of Greek