-
1 αικίαι
-
2 αἰκίαι
-
3 νηστις
I- ιος и ῐδος adj. [νη + ἔδω]1) (тж. ν. βορᾶς Eur.) ничего не евший, голодный(νήστιες ἄχρι κνέφαος Hom.)
2) возбуждающий или причиняющий голод(πνοαί Aesch.)
νήστιες αἰκίαι Aesch. — мучительный голод;νήστιδες δύαι Aesch. — бедствия, приносимые голодомIIἥ (acc. νῆστιν) анат. тощая кишка Arph., Arst. -
4 δύστηνος
A wretched, unhappy, unfortunate, disastrous, poet. Adj.:1 mostly of persons, as always in Hom. and mostly Trag., A.Pers. 909 (anap.), etc.; δυστήνων δέ τε παῖδες ἐμῷ μένει ἀντιόωσιν unhappy are they whose sons.., Il.6.127.2 of sufferings and the like ,μόχθος δ. Pi.P.4.268
; ; (lyr.); (lyr.); (lyr.);πάθος D.H.6.20
. Adv., [comp] Sup.δυστανοτάτως γηράσκω E.Supp. 967
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύστηνος
-
5 κάκωσις
2 esp. in Law, ill-usage, of persons by their natural protectors,ὁ τῆς κ. νόμος Lys.13.91
, cf. Is.8.32, D.10.40, etc.;γραφὴ κακώσεως Id.58.32
, Men.328; κ. γονέων, ὀρφανῶν, ἐπικλήρου, οἴκου ὀρφανικοῦ, Arist.Ath.56.6; τοκέων κ. Lycurg.147; also κ. ἐπαρχίας misgovernment, of the Rom. actio repetundarum, Plu.Caes.4.II suffering, distress, Th.2.43;πληρωμάτων Id.7.4
;αἰκίαι σωμάτων καὶ κακώσεις Arist.Rh. 1386a8
, cf. 1385a24; of the effects of disease, Hp. VM17: pl., Id.Aër.19;αἱ τᾶς σαρκὸς τακομένας κακώσιες Ti.Locr. 102c
, cf. Phld.Mort.21, Sor.1.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάκωσις
См. также в других словарях:
αἰκίαι — αἰκί̱ᾱͅ , αἰκία insulting treatment fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αικία — αἰκία, η (Α) 1. προσβλητική διαγωγή, απρεπής συμπεριφορά, προσβολή, εξύβριση 2. άπρεπη μεταχείριση, σωματική κάκωση 3. στον πληθ. αἱ αἰκίαι βασανιστήρια 4. (ως δικαν. όρ.) άδικη επίθεση, βιαιοπραγία στη φρ. «αἰκίας δίκη», ιδιωτική καταγγελία για… … Dictionary of Greek
νήστις — (I) νῆστις, ἡ (Α) βλ. νήστιδα. (II) ο, η (Α νῆστις, γεν. ιος και ιδος) (για πρόσ.) αυτός που δεν τρώει, νηστικός αρχ. 1. αυτός που επιφέρει νηστεία («πνοαὶ δ ἀπὸ Στρυμόνος μολοῡσαι κακόσχολοι, νήστιδες, δύσορμοι», Αισχύλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. (με… … Dictionary of Greek