Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αἰκίαι

См. также в других словарях:

  • αἰκίαι — αἰκί̱ᾱͅ , αἰκία insulting treatment fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αικία — αἰκία, η (Α) 1. προσβλητική διαγωγή, απρεπής συμπεριφορά, προσβολή, εξύβριση 2. άπρεπη μεταχείριση, σωματική κάκωση 3. στον πληθ. αἱ αἰκίαι βασανιστήρια 4. (ως δικαν. όρ.) άδικη επίθεση, βιαιοπραγία στη φρ. «αἰκίας δίκη», ιδιωτική καταγγελία για… …   Dictionary of Greek

  • νήστις — (I) νῆστις, ἡ (Α) βλ. νήστιδα. (II) ο, η (Α νῆστις, γεν. ιος και ιδος) (για πρόσ.) αυτός που δεν τρώει, νηστικός αρχ. 1. αυτός που επιφέρει νηστεία («πνοαὶ δ ἀπὸ Στρυμόνος μολοῡσαι κακόσχολοι, νήστιδες, δύσορμοι», Αισχύλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. (με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»