Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αἰθήεις

См. также в других словарях:

  • αιθήεις — αἰθήεις, εσσα, εν (Α) [αἴθω] σκουρόχρωμος, σταχτής, σταχτοκόκκινος …   Dictionary of Greek

  • αἰθήεντος — αἰθήεις masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίθω — αἴθω (Α) 1. ανάβω, καίω (χρησιμοποιείται μόνο σε ενεστ. και παρατ.) 2. (αμτβ.) φλέγομαι, λάμπω 3. παθ. φλέγομαι, καίγομαι (στον Όμηρο μόνο στη μετοχή: «πυρὸς μένος αἰθομένοιο») 4. Στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα από την ύπαρξη κυρίου ονόματος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»