-
21 αἰδοῖν
-
22 αιδού
αἰδέομαιto be ashamed: pres imperat mp 2nd sg (attic)αἰδέομαιto be ashamed: imperf ind mp 2nd sg (attic)αἰδώfem nom /voc /acc dualαἰδώςreverence: fem nom /voc /acc dual -
23 αἰδοῦ
αἰδέομαιto be ashamed: pres imperat mp 2nd sg (attic)αἰδέομαιto be ashamed: imperf ind mp 2nd sg (attic)αἰδώfem nom /voc /acc dualαἰδώςreverence: fem nom /voc /acc dual -
24 αιδούν
-
25 αἰδοῦν
-
26 αιδών
-
27 αἰδῶν
-
28 αιδόα
-
29 αἰδόα
-
30 αιδόας
-
31 αἰδόας
-
32 αιδόε
-
33 αἰδόε
-
34 αιδόι
-
35 αἰδόι
-
36 αιδόος
-
37 αἰδόος
-
38 ἀφαιρέω
a act., take away met. “ δύνασαι δ' ἀφελεῖν μᾶνιν χθονίων” P. 4.158ὄφρα Μηδείας τοκέων ἀφέλοιτ' αἰδῶ P. 4.218
b med., c. inf., preventπάντα δ' ἐξειπεῖν ἀφαιρεῖται βραχὺ μέτρον ἔχων ὕμνος I. 1.62
-
39 ἀφίσταμι
-
40 βάλλω
βάλλω (βάλλω, -ομεν; βάλλετ(ε); βάλλων: aor. (ἔ) βᾰλε(ν), (ἔ)βαλον; βάλω, -ῃ; βαλέτω; βαλών; βαλεῖν: med. βαλλόμενος: impf. βάλλετο: aor. βάλετ(ο), ἐβάλοντο; βαλέσθαι: pass. βάλλεται: pf. βέβληνται)a throw, cast, act & med. λίθον μενοινῶν κεφαλᾶς βαλεῖν cast away O. 1.58ᾧτινι ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ κόσμον ἐλαίας O. 3.13
ἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω P. 1.44
ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν (sc. Ἱέρων) P. 1.74 εἰ γὰρ οἴκοι νιν (= βώλακα) βάλε πὰρ χθόνιον Ἄιδα στόμα” P. 4.43 ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν ὡς ὅτ' ἄκατον ἐνναλίαν; P. 11.40 τότε βάλλεται, τότ' ἐπ ἀμβρόταν χθόν ἐραταὶ ἴων φόβαι fr. 75. 16. ὄφρα Ἀγαθωνίδᾳ βάλω κότταβον fr. 128. 3. φῶ[τ]α φά[τναις] ἐν λιθίναις βαλ[ (sc. Ἡρακλέης) fr. 169. 21. met.,ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι πολυάνθεμοι ἀρχαῖα σοφίσμαθ O. 13.16
εὐναὶ δὲ παράτροποι ἐς κακότατ' ἀθρόαν ἔβαλον P. 2.36
δαίμων δὲ παρίσχει, ἄλλοτ' ἄλλον ὕπερθε βάλλων P. 8.77
καί σφιν ἐπὶ γλυκεραῖς εὐναῖς ἐρατὰν βάλεν αἰδῶ P. 9.12
ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον ( ἔλαβον v. l.) N. 11.30 πρόφασις ἀρετὰν ἐς αἰπὺν ἔβαλε σκότον fr. 228.b strike (with), c. acc. (& dat.), shoot at τοξόταν βάλλων γυναικεῖον στρατὸν sc. Bellerophon O. 13.89 met., ἄγε θυμέ· τίνα βάλλομεν ἐκ μαλθακᾶς αὖτε φρενὸς εὐκλέας ὀιστοὺς ἱέντες; O. 2.89μὴ βαλέτω με λίθῳ τραχεῖ φθόνος O. 8.55
ἀλλ' ἔσται χρονὸς οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δ οὔπω P. 12.31
πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών (“Gleichzeitig ist πολλῶν καιρὸν auch Objekt zu βαλών”. Radt, Mnemosyne, 1966, 153) N. 1.18 & therefore, crown,χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.57
Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἷμα, σέο δ' ἀγών, τὸν ὕμνος ἔβαλεν ὀπὶ νέων ἐπιχώριον χάρμα κελαδέων N. 3.65
c cast away, lose cf. O. 1.58 οἱ δύο μὲν (sc. δράκοντες)κάπετον, αὖθι δ' ἀτυζόμενοι ψυχὰς βάλον O. 8.39
d med.,I cast (anchor), met.ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6.13
II lay down (a foundation) καὶ μυχοὺς διζάσατο βαλλόμενος κρηπῖδας ἀλσέων sc. Ἀπόλλων fr. 51a. met.,βάλλετο κρηπῖδα σοφῶν ἐπέων P. 4.138
κάλλιστον αἱ μεγαλοπόλιες Ἀθᾶναι προοίμιον Ἄλκμανιδᾶν εὐρυσθενεῖ γενεᾷ κρηπῖδ' ἀοιδᾶν ἵπποισι βαλέσθαι P. 7.3
ὅθι παῖδες Ἀθαναίων ἐβάλοντο φαεννὰν κρηπῖδ' ἐλευθερίας fr. 77. 1. pass., ἀρχαὶ δὲ (sc. τοῦ ὕμνου) βέβληνται θεῶν κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς (cf. Hesych: βαθμίδες· ἀρχαὶ λόγων v. θεός b.) N. 1.8e in tmesis. ἐν δ' ἀρετὰν ἔβαλεν v.ἐμβάλλω O. 7.44
τρίτον ἔπι στέφανον βαλών v.ἐπιβάλλω P. 11.14
]πρὸς ὄμμα βαλὼν χερὶ[ Pae. 15.6
f frag. ]ν τοῦτο βαλλεμ[ Πα. 17a. 7.
См. также в других словарях:
Ἀίδω — Ἀΐδω , ᾍδης gen sg (attic epic ionic) Ἀΐδω , ᾍδης masc gen sg (attic epic doric ionic) Ἀΐδω , Αἵδης masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰδῶ — αἰδώ fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) αἰδώ fem acc sg αἰδώς reverence fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) αἰδώς reverence fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰδώ — fem nom sg αἰδώς reverence fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιδώ — (I) αἰδώ, η (Α) η αιδώς*. (II) αἰδῶ, ( έω) (Α) βλ. αιδούμαι … Dictionary of Greek
Αἰδῶ — αἰδώς reverence fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) αἰδώς reverence fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἴδω — Αἵδης masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀίδω — ἀείδω il.Parv.. pres subj act 1st sg ἀείδω il.Parv.. pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰδῶς — αἰδώ fem acc pl αἰδώ fem nom/voc pl (doric aeolic) αἰδώ fem gen sg (doric aeolic) αἰδώς reverence fem acc pl αἰδώς reverence fem nom/voc pl (doric aeolic) αἰδώς reverence fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰδοῦς — αἰδώ fem nom/voc pl αἰδώ fem gen sg αἰδώς reverence fem nom/voc pl αἰδώς reverence fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰδοῖ — αἰδώ fem dat sg αἰδώς reverence fem voc sg αἰδώς reverence fem dat sg αἰδώς reverence fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰδοῖν — αἰδώ fem gen/dat dual αἰδώς reverence fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)