-
1 αιγωνυξ
-
2 αἰγῶνυξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰγῶνυξ
-
3 αιγώνυχι
-
4 αἰγώνυχι
-
5 αἰγόνυξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰγόνυξ
См. также в других словарях:
αιγώνυξ — αἰγῶνιξ και αἰγόνυξ ( υχος), ο, η (Α) αυτός που έχει νύχια κατσίκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ –αἰγὸς + ὄνυξ] … Dictionary of Greek
αιγόνυξ — αἰγόνυξ ( υχος), ο, η (Α) ο αἰγῶνυξ* … Dictionary of Greek
όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… … Dictionary of Greek
αἰγώνυχι — αἰγώ̱νυχι , αἰγῶνυξ goat hoofed masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)