Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αἰγῶνυξ

См. также в других словарях:

  • αιγώνυξ — αἰγῶνιξ και αἰγόνυξ ( υχος), ο, η (Α) αυτός που έχει νύχια κατσίκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ –αἰγὸς + ὄνυξ] …   Dictionary of Greek

  • αιγόνυξ — αἰγόνυξ ( υχος), ο, η (Α) ο αἰγῶνυξ* …   Dictionary of Greek

  • όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… …   Dictionary of Greek

  • αἰγώνυχι — αἰγώ̱νυχι , αἰγῶνυξ goat hoofed masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»