Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αἰγώλιος

См. также в других словарях:

  • αἰγώλιος — owl masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιγωλιός — Επιστημονική ονομασία γένους πουλιών της οικογένειας των στριγγιδών, της τάξης των στριγγομόρφων. Ζουν σε δεντρόφυτες περιοχές της Ασίας και της Ευρώπης. Στην Ελλάδα απαντώνται στις δασώδεις εκτάσεις της Στερεάς και της Μακεδονίας και φωλιάζουν… …   Dictionary of Greek

  • ερωδιός — (Αrdea).Γένοςπτηνώντηςοικογένειαςτων αρδεϊδών. Διακρίνονται από τα άλλα καλοβατικά (μακρύλαιμα και μακρύποδα, όπως π.χ. οι πελαργοί και οι γερανοί), γιατί διατηρούν τον μακρύ λαιμό τους αναδιπλωμένο και κατά την πτήση. Γενικά δεν θηρεύονται,… …   Dictionary of Greek

  • νεκροπούλι — το κοινή ονομασία που δίνεται σε διάφορα γλαυκόμορφα νυκτόβια πτηνά, όπως είναι ο αιγωλιός, ο χούχουλας, το νυχτοπούλι κ.ά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»