-
1 αἰγωλιός
-
2 αιγωλιος
-
3 αιγώλιος
-
4 αἰγώλιος
-
5 αἰγωλιός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰγωλιός
-
6 αἰγωλιός
Grammatical information: m.Meaning: a kind of owl, Stix flammea (Arist.).Other forms: also αἰγώλιοςOrigin: XX [etym. unknown]Etymology: The reading αἰτώλιος (Arist. ΗΑ 563a 31) is wrong, as appears from forms in southern Italy, agoléo etc.; Rohlfs ByzZ 37, 55. Etym. unknown. See Thompson Birds s. v.Page in Frisk: 1,33Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > αἰγωλιός
-
7 αἰγωλιός
-
8 aegolios
aegōlios, ī, m. (αἰγωλιός), eine Art Nachteule, Plin. 10, 165.
-
9 δί-θαλος
-
10 ἐγώλιος
-
11 διθαλλος
-
12 aegolios
aegōlios, ī, m. (αἰγωλιός), eine Art Nachteule, Plin. 10, 165.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > aegolios
-
13 αἰτώλιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰτώλιος
-
14 κάλαρις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάλαρις
-
15 ἐπόλιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπόλιος
-
16 δίθαλος
δί-θαλος, heißt der Vogel αἰγωλιός -
17 ἐρῳδιός
Grammatical information: m.Meaning: `heron' (Κ 274)Other forms: thus Hdn. Gr. 2, 924 and most mss.; also (mss. and pap.) ἐρωδιός; also ῥωδιώς (Hippon. 63) and ἀρωδιός (LXX as v. l.). Worthless ++ ἐρωγάς ἐρωδιός H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Ending as in αἰγωλιὸς, αἰγυπιός, χαραδριός and other bird names. The resemblance with Lat. ardea `heron' cannot be a coincidence; further cf. Serb. róda `stork'; very doubtful however ONord. arta `Kriekente'. Is the writing with ι adscriptum secondary (after the nouns in - ίδιος with influence of ἔρως, ἐρωή? Solmsen Unt. 75f.); on the loss of the anlauting vowel in ῥωδιός Strömberg Wortstudien 44. - Cf. Pok. 68.Page in Frisk: 1,572-573Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐρῳδιός
См. также в других словарях:
αἰγώλιος — owl masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιγωλιός — Επιστημονική ονομασία γένους πουλιών της οικογένειας των στριγγιδών, της τάξης των στριγγομόρφων. Ζουν σε δεντρόφυτες περιοχές της Ασίας και της Ευρώπης. Στην Ελλάδα απαντώνται στις δασώδεις εκτάσεις της Στερεάς και της Μακεδονίας και φωλιάζουν… … Dictionary of Greek
ερωδιός — (Αrdea).Γένοςπτηνώντηςοικογένειαςτων αρδεϊδών. Διακρίνονται από τα άλλα καλοβατικά (μακρύλαιμα και μακρύποδα, όπως π.χ. οι πελαργοί και οι γερανοί), γιατί διατηρούν τον μακρύ λαιμό τους αναδιπλωμένο και κατά την πτήση. Γενικά δεν θηρεύονται,… … Dictionary of Greek
νεκροπούλι — το κοινή ονομασία που δίνεται σε διάφορα γλαυκόμορφα νυκτόβια πτηνά, όπως είναι ο αιγωλιός, ο χούχουλας, το νυχτοπούλι κ.ά … Dictionary of Greek