-
1 αἰγί-λιψ
αἰγί-λιψ, ιπος, ὁ, ἡ, VLL. οὕτως ὑψηλός, ὥςτε καὶ αἶγα λείπεσϑαι, μὴ ἐπιβαίνειν, schroff, steil, selbst den Ziegen unzugänglich, Hom. dreimal, Iliad. 9, 15. 16, 4 ὥς τε κρήνη μελάνυδρος, ἥ τε κατ' αἰγίλιπος πέτρης δνοφερὸν χέει ὕδωρ, 13, 63 ὥς τ' ἴρηξ ὠκύπτερος ὦρτο πέτεσϑαι, ὅς ῥά τ' ἀπ' αἰγίλιπος πέτρης περιμήκεος ἀρϑεὶς ὁρμήσῃ πεδίοιο; Aesch. Suppl. 775; πέτρος Antiphil. 30 (VII, 622); Scyrus Lyc. 1325.
-
2 αἰγίλιψ
αἰγί-λιψ, schroff, steil, selbst den Ziegen unzugänglich
См. также в других словарях:
αίγα — (aega). Επιστημονική ονομασία γένους αρθροπόδων και γένους εντόμων. 1. Τα αρθρόποδα είναι της οικογένειας των αιγιδών και της τάξης των ισοπόδων. Ζουν παρασιτικά επάνω στα διάφορα ψάρια, στα οποία κολλούν με τους μυζητήρες τους. Το μήκος του… … Dictionary of Greek
αιγίλιψ — αἰγίλιψ ( ιπος), ο, η (Α) τόπος όπου δεν σκαρφαλώνουν ούτε κατσίκια, επομένως απόκρημνος, απότομος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. από αἰγι (< αἴξ, αἰγὸς) και λιψ. Το β συνθ. συνδέεται πιθ. με την ΙΕ ρίζα *leip, που σημαίνει («αλείφω» και) «σκαρφαλώνω,… … Dictionary of Greek