Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

αἰανῶς

См. также в других словарях:

  • αἰανῶς — αἰᾱνῶς , αἰανής eternal adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιανής — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αμφιδάμαντα, που σκοτώθηκε ακούσια από τον Πάτροκλο στην παιδική του ηλικία και έγινε επώνυμος του ιερού άλσους Αιανεία, κοντά στην Οπούντα. * * * αἰανής, ές (Α) 1. οδυνηρός, σκληρός, φοβερός, επαχθής 2. αιώνιος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»