-
1 αφηρημένος
[афиримэнос] εκ. рассеянный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αφηρημένος
-
2 абстрактный
αφηρημένος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > абстрактный
-
3 абстрактный
-
4 забывчивый
забывчивый λησμονιάρης, ξεχασιάρης; αφηρημένος (рассеянный)* * *λησμονιάρης, ξεχασιάρης; αφηρημένος ( рассеянный) -
5 невнимательный
невнимательный αφηρημένος' απρόσεχτος (небрежный)' αδιάφορος (равнодушный)* * *αφηρημένος; απρόσεχτος ( небрежный); αδιάφορος ( равнодушный) -
6 рассеянный
-
7 невнимательностьый
невнимательность||ыйприл1. ἀφηρημένος (рассеянный)/ ἀπρόσεκτος (небрежный):\невнимательностьыйый слушатель ὁ ἀφηρημένος ἀκροατής·2. (пренебрежительный) ἀδιάφορος, ἀπρόσεκτος/ ἀγενής (невежливый):\невнимательностьыйое отношение к больному ἡ ἀδιαφορία γιά τόν ἀρρωστο· быть \невнимательностьыйым к кому-л. δέν δείχνω λεπτότητα προς κάποιον. -
8 отвлеченный
отвлеч||енный1. прич. от отвлечь12. прил ἀφηρημένος:\отвлеченныйенное понятие ἡ ἀφηρημένη ἔννοια· \отвлеченныйенное число́ мат ὁ ἀφηρημένος ἀριθμός. -
9 число
1. (выражение количества) о αριθμ/όςатомное - хим., физ. ατομικός -вещественное - см. действительное -двузначное - διττός -, διψήφιος -единственное - грам. ενικός -зарядовое - см. атомное -- квантовое азимутальное κβαντικός αζιμουθιακός -, δευτερεύων κβαντικός -квантовое, главное κύριος κβαντικός -круглое - ακέραιος -, φυσικός -массовое - (яд.физ.) μαζικός -множественное грам. πληθυντικός -неделимое - αδιαίρετος -, πρώτος -- обращений допустимое (в электростатических запоминающих трубках) επιτρεπόμενος - στροφώνсмешанные - а συμμιγείς/μεικτοί - οί2. (день месяца) η ημερομηνία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > число
-
10 абстрактный
абстрак||тныйприл ἀφηρημένος. -
11 отвлеченность
отвлеч||енностьж τό ἀφηρημένο[ν], ὁ ἀφηρημένος χαρακτήρας. -
12 разиня
разиня м, ж разг ὁ ἀφηρημένος, ὁ χαζός/ ὁ χάχας (зевала). -
13 рассеянный
рассеянн||ыйприл1. (δια)σκορπισμένος, διεσπαρμένος·2. (невнимательный) ἀφηρημένος, ἀπρόσεκτος:\рассеянныйый взгляд τό ἀφηρημένο βλέμμα ◊ \рассеянныйый свет физ. τό δια(κε)χυμένο (или τό διάχυτο) φως· \рассеянныйый образ жизни ἡ ἀκατάστατη ζωή. -
14 умозрительный
умозрительныйприл θεωρητικός, ἀφηρημένος. -
15 число
числ||ос1. ὁ ἀριθμός:целое \число мат ὁ ἀκέραιος ἀριθμός· кратное \число мат τό πολλαπλάσιο[ν]· отвлеченное \число ὁ ἀφηρημένος ἀριθμός· смешанные числа мат οἱ συμμιγεϊς ἀριθμοί· единственное \число грам. ὁ ἐνικός ἀριθμός· множественное \число грам. ὁ πληθυντικός ἀριθμός·2. (дата) ἡ ἡμερομηνία:какое сегодня \число? πόσες τοόμηνός ἐχουμε σήμερα;· пометить каки́м-л, \числоо́м ἀριθμώ κάτι· в первых числах июля στίς ἀρχές τοῦ "Ιούλη· ◊ нет \числоа (кому-л., чему-л.), без \числоа ἀπειράριθμος, ἀτέλειωτος· задним \числоо́м о) (о дате) μέ παληά ἡμερομηνία, б) (спустя, позднее) κατόπιν ἐορτής· в том \числое́ συμπεριλαμβανουμένου, μεταξύ τῶν ὁποίων в \числое́ передовых (отстающих) εἶμαι ἀνάμεσα στους πρωτοπόρους (καθυστερημένους)· в большом \числое́ σέ μεγάλον ἀριθμό· один из их \числоа ἔνας ἀπ' αὐτούς· превосходить \числоо́м ὑπερτερώ ἀριθμητικά. -
16 абстрактный
[απστράκτνυϊ] επ. αφηρημένος -
17 невнимательный
[νιβνιμάτιλ’νυΐ] εκ. αφηρημένος, απρόσεκτος -
18 отвлеченный
[ατβλιτσιόννυΐ] εκ. αφηρημένος -
19 разиня
[ραζίνγια] ουσ. α./θ. αφηρημένος -
20 рассеянный^
[ρασσιέιννυϊ] εκ. διασκορπισμένος, αφηρημένος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αφηρημένος — αφηρημένος, η, ο και αφαιρεμένος, η, ο 1. αυτός που δεν προσέχει σε ό,τι κάνει ή λέει ή γίνεται γύρω του, γιατί η σκέψη του πλανιέται αλλού: Δε σε είδα στο δρόμο, γιατί, φαίνεται, ήμουν αφαιρεμένος. 2. (φιλοσ.), «αφηρημένες έννοιες», αυτές που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφηρημένος — και αφαιρεμένος, η, ο (μτχ. παθ. παρακμ. του αφαιρώ) 1. αυτός που δεν έχει συγκεντρωμένη την προσοχή του σε κάτι 2. μη καθορισμένος ή συγκεκριμένος, αόριστος 3. «αφηρημένα ουσιαστικά» αυτό που δηλώνουν έννοιες και όχι όντα ή αντικείμενα 4.… … Dictionary of Greek
ἀφῃρημένος — ἀφαιρέω take away from perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφαιριέμαι — αφαιριέμαι, αφαιρέθηκα, αφηρημένος βλ. πίν. 63 και πρβλ. αφαιρούμαι Σημειώσεις: αφαιρούμαι – αφαιριέμαι : αποσπώμαι από το περιβάλλον, δε συγκεντρώνομαι σ αυτό που γίνεται γύρω μου. Η μτχ. αφηρημένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (αφηρημένος μαθητής … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αφαιρούμαι — αφαιρούμαι, αφαιρέθηκα, αφηρημένος βλ. πίν. 77 και πρβλ. αφαιριέμαι Σημειώσεις: αφαιρούμαι – αφαιριέμαι : αποσπώμαι από το περιβάλλον, δε συγκεντρώνομαι σ αυτό που γίνεται γύρω μου. Η μτχ. αφηρημένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (αφηρημένος μαθητής … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αφηρημάδα — η [αφηρημένος] 1. το να είναι κανείς αφηρημένος, η έλλειψη προσοχής, η απροσεξία 2. αστόχαστη ή επιπόλαια ενέργεια … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Πλειάς — Με το όνομα αυτό είναι γνωστή μια ομάδα από επτά τραγικούς ποιητές, οι οποίοι έζησαν στην Αλεξάνδρεια στους χρόνους του Πτολεμαίου B’ Φιλαδέλφου (284 247 π.Χ.). Ο φιλότεχνος αυτός ηγεμόνας προσπάθησε να μεταφέρει στην Αλεξάνδρεια τη μεγαλοπρέπεια … Dictionary of Greek
αλλοτριόγνωμος — ἀλλοτριόγνωμος, ον (Α) αυτός που έχει άλλα πράγματα στον νου του, αφηρημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλότριος + γνωμος < γνώμη] … Dictionary of Greek
αφαιρώ — (Α ἀφαιρῶ, έω) 1. παίρνω ένα μέρος από κάτι, αποσπώ 2. στερώ, αποστερώ 3. ελαττώνω, μειώνω νεοελλ. 1. κλέβω, υπεξαιρώ 2. αποβάλλω, βγάζω 3. μαθ. κάνω την πράξη της αφαίρεσης 4. μέσ. αφαιρούμαι ελαττώνεται η πνευματική μου συγκέντρωση ή η προσοχή… … Dictionary of Greek
γριά — η (AM γραῑα, Α και γραῡς και γρηΰς) ηλικιωμένη γυναίκα νεοελλ. 1. θωπευτική ονομασία για τη μητέρα, τη σύζυγο ή την πεθερά 2. τηγανίτα 3. παροιμ. α) «η γριά το μισοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει» έχει κάποιος άκαιρες και παράλογες αξιώσεις β) «έμαθ η … Dictionary of Greek