-
1 αφηγούμαι
ἀφηγέομαιlead the way from: pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic)ἀφηγέομαιlead the way from: pres ind mid 1st sg (attic epic doric) -
2 ἀφηγοῦμαι
ἀφηγέομαιlead the way from: pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic)ἀφηγέομαιlead the way from: pres ind mid 1st sg (attic epic doric) -
3 αφηγούμαι
(ε) повествовать, рассказывать -
4 αφηγούμαι
[афигумэ] р. повествовать, описывать, рассказывать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αφηγούμαι
-
5 αφηγούμαι
[афигумэ] ρ повествовать, описывать, рассказывать. -
6 αφηγούμαι
1) chronicle2) recount3) tellΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αφηγούμαι
-
7 рассказать
рассказать, рассказывать διηγούμαι, αφηγούμαι; расскажите нам. пожалуйста λέγετε μας, παρακαλώ* * *= рассказыватьδιηγούμαι, αφηγούμαιрасскажи́те нам, пожа́луйста — λέγετε μας, παρακαλώ
-
8 изложить
-ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изложенный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ. εκθέτω εξιστορώ, αφηγούμαι αναπτύσσω•изложить мн-ние εκθέτω (λέγω) τη γνώμη•
изложить подробности αφηγούμαι (εκθέτω) λεπτομερειακά•
изложить в немногих словах εκθέτω με λίγα λόγια (σύντομα).
-
9 пересказ
η διήγηση, η αφήγηση-ать διηγούμαι, αφηγούμαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пересказ
-
10 повествование
η αφήγηση, η διήγηση, η εξιστόρηση-тельный αφηγηματικός, διηγηματικός-ть διηγούμαι, αφηγούμαιπεριγράφω, εξιστορώ, εκθέτωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > повествование
-
11 рассказывать
διηγούμαι, αφηγούμαι, εξιστορώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рассказывать
-
12 досказать
досказатьсов, досказывать несов (рассказ и т. п.) ἀποτελειώνω τήν ὀμιλία[ν], τόν λόγο[ν], τήν ἀφήγηση:не \досказать до конца δέν ἀφηγούμαι ὡς τό τέλος, δέν τά λέω ὀλα. -
13 излагать
излагатьнесов ἀφηγούμαι, ἐξιστορῶ, ἐκθέτω/ ἀναπτύσσω (формулировать):\излагать в немногих словах ἐκθέτω μέ λίγα λόγια. -
14 пересказать
пересказатьсов, пересказывать несов διηγιέμαι, (άνα)διηγοῦμαι, ἀφηγούμαι. -
15 повествовать
повествова́||тьнесов ἀφηγοῦμαι, διηγούμαι. -
16 рассказывать
рассказ||ыватьнесов διηγοῦμαι, ἀφηγούμαι / ἐξιστορώ (излагать события):\рассказыватьывать небыли́цы λέω παραμύθια -
17 narrate
-
18 recount
(to tell (a story etc) in detail: He recounted his adventures.) αφηγούμαι, εξιστορώ -
19 relate
[rə'leit] 1. verb1) (to tell (a story etc): He related all that had happened to him.) αφηγούμαι, εξιστορώ2) ((with to) to be about, concerned or connected with: Have you any information relating to the effect of penicillin on mice?) σχετίζομαι, συνδέομαι3) ((with to) to behave towards: He finds it difficult to relate normally to his mother.) έχω ψυχική επαφή•- related- relation
- relationship
- relative 2. adjective1) (compared with something else, or with each other, or with a situation in the past etc: the relative speeds of a car and a train; She used to be rich but now lives in relative poverty.) σχετικός2) ((of a pronoun, adjective or clause) referring back to something previously mentioned: the girl who sang the song; the girl who sang the song.) (γραμματική) αναφορικός• -
20 tell
[tel]1) (to inform or give information to (a person) about (something): He told the whole story to John; He told John about it.) λέγω2) (to order or command; to suggest or warn: I told him to go away.) λέγω, διατάζω3) (to say or express in words: to tell lies / the truth / a story.) λέγω, αφηγούμαι4) (to distinguish; to see (a difference); to know or decide: Can you tell the difference between them?; I can't tell one from the other; You can tell if the meat is cooked by/from the colour.) διακρίνω, ξεχωρίζω, καταλαβαίνω5) (to give away a secret: You mustn't tell or we'll get into trouble.) μαρτυρώ την αλήθεια6) (to be effective; to be seen to give (good) results: Good teaching will always tell.) φέρνω αποτέλεσμα•- teller- telling
- tellingly
- telltale
- I told you so
- tell off
- tell on
- tell tales
- tell the time
- there's no telling
- you never can tell
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αφηγούμαι — αφηγούμαι, αφηγήθηκα βλ. πίν. 74 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αφηγούμαι — ( έομαι) και αφηγιέμαι (AM ἀφηγοῡμαι, Α και ἀπηγέομαι, ιων. τ.) διηγούμαι, εξιστορώ αρχ. μσν. τὸ ἀπηγημένον, τὸ ἀφηγούμενον η αφήγηση, αυτό που αφηγούμαι αρχ. οδηγώ, προπορεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο ) + ηγούμαι. Ο νεοελλ. τ. αφηγιέμαι… … Dictionary of Greek
αφηγούμαι — ήθηκα, διηγούμαι, εξιστορώ: Αξίζει να σας αφηγηθώ τις περιπέτειες που είχα στο ταξίδι μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφηγοῦμαι — ἀφηγέομαι lead the way from pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀφηγέομαι lead the way from pres ind mid 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκθέτω — (AM ἐκτίθημι) 1. θέτω έξω, τοποθετώ σε υπαίθριο μέρος 2. εγκαταλείπω νεογέννητο βρέφος 3. αφηγούμαι με λεπτομέρειες προφορικά ή εγγράφως νεοελλ. 1. θέτω σε κοινή θέα 2. τοποθετώ κάτι ως έκθεμα σε έκθεση («θα εκθέσει τα έργα του στο Παρίσι») 3.… … Dictionary of Greek
λεπτοαφηγούμαι — λεπτοαφηγοῡμαι, έομαι (Μ) αφηγούμαι λεπτομερώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + ἀφηγοῦμαι] … Dictionary of Greek
μυθολογώ — (ΑΜ μυθολογῶ έω) [μυθολόγος] διηγούμαι μυθώδεις ιστορίες, μύθους νεοελλ. ασχολούμαι επιστημονικά με τη μυθολογία, είμαι μυθολόγος (μσν. αρχ.) μιλώ πολύ και άσκοπα, απεραντολογώ, φλυαρώ («καὶ μυθολογεῑν περὶ τῆς ἀποδημίας τῆς ἐκεῑ», Πλάτ.). αρχ. 1 … Dictionary of Greek
ανέρχομαι — (AM ἀνέρχομαι) 1. έρχομαι επάνω, ανεβαίνω 2. ανεβαίνω στο ρητορικό βήμα 3. (για θάλασσα ή ποταμό) ανυψώνομαι, φουσκώνω νεοελλ. 1. (μτβ.) (για ανωφέρειες) ανεβαίνω κάτι 2. (αμτβ.) μετακινούμαι από τα νότια προς τα βόρεια 3. μτφ. προκόβω, προάγομαι … Dictionary of Greek
αναθιβάλλω — και βάνω 1. έχω ενδοιασμούς, διστάζω, αμφιβάλλω 2. έχω διαφορετική γνώμη για κάτι, διαφωνώ 3. απρόσ. (μου) αναθιβάλλει έρχεται στον νου μου 4. κάνω λόγο για κάτι, αναφέρω, αφηγούμαι 5. φέρνω στη μνήμη μου, αναπολώ, θυμάμαι 6. συλλογίζομαι,… … Dictionary of Greek
αναρραψωδώ — ἀναρραψῳδῶ ( έω) (Α) [ραψωδώ] αρχίζω πάλι να τραγουδώ σαν ραψωδός, να αφηγούμαι … Dictionary of Greek
ανιστορώ — (AM ἀνιστορῶ) νεοελλ. μσν. διηγούμαι, αφηγούμαι («Έκατσε και του τ ανιστόρησε με το νυ και με το σίγμα» Γ. Βλαχογιάννης) 2. αναπολώ, ανακαλώ στη μνήμη μου («Απόψε τα ματάκια μου έκλαψαν τα καημένα γιατί ανιστορηθήκανε βάσανα περασμένα» δημοτ.)… … Dictionary of Greek