-
1 наивный
-
2 бесхитростный
бесхитростныйприл ἀπονήρευτος, ἀδολος, ἀφελής/ ἀπλοϊκός (простой). -
3 наивный
наивн||ыйприл ἀφελής, ἀγαθός, ἀπλοϊκός, ἀπονήρευτος. -
4 невинный
невинн||ыйприл1. (невиновный) ἀθῶος:\невинныйая жертва τό ἀθῶο θῦμα·2. (простодушный) ἀφελής, ἀπλοϊκός, ἄδολος, ἀπονήρευτος·3. (безвредный) ἄκακος:\невинныйая шутка τό ἄκακο ἀστείο· \невинныйые удовольствия οἱ ἀθῶες διασκεδάσεις·4. (девственный) παρθένος, ἀγνός. -
5 непосредственный
непосредственн||ыйприл1. (прямой) ἀμεσος, εὐθύς:под \непосредственныйым руководством ὑπό τήν ἄμεση καθοδήγηση· \непосредственныйый результат τό ἄμεσο ἀποτέλεσμα·2. (естественный) εἰλικρινής, αὐθόρμητος / ἀφελής, ἀπλοϊκός (о детях). -
6 нехитрый
нехитрыйприл1. (простодушный) ἀδολος, ἀφελής, ἀπλοϊκός, ἀπονήρευτος·2. (несложный) ἀπλός, εὐκολος, μή περίπλοκος. -
7 простоватый
простоватыйприл разг ἀπλοϊκός, ἀφελής. -
8 простодушный
простоду́ш||ныйприл ἀγαθός, ἀπλοϊκός, ἀφελής. -
9 простушка
простушкаж разг ἡ ἀφελής, ἡ ἀπλοί -κιά, ἡ ἀπονήρευτη. -
10 ребенок
ребенокм τό παιδί, τό παιδάκι/ τό βρέφος, τό μωρό (грудной): -
11 простушка
[πραστούσκα] ουσ. θ. αφελής, απονήρευτη -
12 простушка
[πραστούσκα] ουσ θ αφελής, απονήρευτη -
13 благой
επ.1. παλ. αγαθός, καλός, χρηστός, ενάρετος•-ое намерение καλή διάθεση•
-ая мысль αγαθή σκέψη.
2. (διαλκ.) φαντασμένος, παράξενος • ανόητος, αφελής. -
14 глупыш
-
15 дети
-ей, детям, детьми, о детях πλθ. (ενκ. дитя βλ. дитя).1. παιδιά ανήλικα•книга для -ей παιδικό βιβλίο.
|| (για ζώα, πτηνά) νεογνά, νεογέννητα• νεοσσοί. || αφελής, άπειρος.2. τέκνα. || η νέα γενιά. -
16 дитя
γεν. κ. δοτ. дидяти, οργν. дитятею, προθτ. о дидяти, ουδ., πλθ. дети (βλ. дети) στίς πλάγιες πτώσεις του ενκ. σπάνια χρησιμοποιείται.1. παλ. παιδάκι, μωρό, μπεμπές. || άπειρος, αφελής, παιδάκι.2. τέκνο.εκφρ.дитя природы – φυσιολάτρης, άσχετος με τον πολιτισμό της πόλης. -
17 желторотый
επ., βρ: -рот, -а, -о.1. ραμφοκίτρινος.2. μτφ. νέος άπειρος, αφελής. -
18 забубённый
επ. (απλ.) ακόλαστος, διεφθαρμένος, ανήθικος• άσωτος. || αφελής• τολμηρός.εκφρ.- ая голова – ανήθικος άνθρωπος. -
19 институтка
-и θ. παλ. οικότροφη εκπαιδευτικού ιδρύματος. || άπειρη, αφελής. -
20 младенец
-нца α.βρέφος, νήπιο, μωρό•новорожденный младенец το νεογέννητο βρέφος, γεννητάρι, νεογνό•
грудной младенец το βυζαν ιάρικο, βυζαρούδι.
|| μτφ. άπειρος, ανώριμος, αφελής•политические -нцы πρωτόβγαλτοι πολιτικοί.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀφελής — without a stone masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφελής — ές (AM ἀφελής, ές) 1. ανεπιτήδευτος, απλός 2. (για πρόσωπα) απλοϊκός, επιπόλαιος μσν. υγιής, ακέραιος αρχ. 1. (για έδαφος) στρωτός, χωρίς πέτρες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀφελές η απλότητα (κυρίως στο ύφος του λόγου). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολογίας … Dictionary of Greek
αφελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, απλοϊκός, εύπιστος: Ήμουν τότε αφελής και τα πίστευα αυτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφέλῃς — ἀφαιρέω take away from aor subj act 2nd sg ἀφαιρέω take away from aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφελῆ — ἀφελής without a stone neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀφελής without a stone masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀφελής without a stone masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφελέστερον — ἀφελής without a stone adverbial comp ἀφελής without a stone masc acc comp sg ἀφελής without a stone neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'φέλῃς — ἀφέλῃς , ἀφαιρέω take away from aor subj act 2nd sg ἀφέλῃς , ἀφαιρέω take away from aor subj act 2nd sg ἐφέλῃς , ἐφαιρέομαι aor subj act 2nd sg ἐφέλῃς , ἐφαιρέομαι aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφελεστέραις — ἀφελής without a stone fem dat comp pl ἀφελεστέρᾱͅς , ἀφελής without a stone fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφελεστέρων — ἀφελής without a stone fem gen comp pl ἀφελής without a stone masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφελές — ἀφελής without a stone masc/fem voc sg ἀφελής without a stone neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφελέστατα — ἀφελής without a stone adverbial superl ἀφελής without a stone neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)