-
1 αφελης
-
2 αφελής
ης, ες1) наивный; простой, бесхитростный, простодушный; 2) простой, естественный, безыскусственный -
3 αφελής
[афэлис] επ простодушный, наивный. -
4 μαφελης
См. также в других словарях:
ἀφελής — without a stone masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφελής — ές (AM ἀφελής, ές) 1. ανεπιτήδευτος, απλός 2. (για πρόσωπα) απλοϊκός, επιπόλαιος μσν. υγιής, ακέραιος αρχ. 1. (για έδαφος) στρωτός, χωρίς πέτρες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀφελές η απλότητα (κυρίως στο ύφος του λόγου). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολογίας … Dictionary of Greek
αφελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, απλοϊκός, εύπιστος: Ήμουν τότε αφελής και τα πίστευα αυτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφέλῃς — ἀφαιρέω take away from aor subj act 2nd sg ἀφαιρέω take away from aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφελῆ — ἀφελής without a stone neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀφελής without a stone masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀφελής without a stone masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφελέστερον — ἀφελής without a stone adverbial comp ἀφελής without a stone masc acc comp sg ἀφελής without a stone neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'φέλῃς — ἀφέλῃς , ἀφαιρέω take away from aor subj act 2nd sg ἀφέλῃς , ἀφαιρέω take away from aor subj act 2nd sg ἐφέλῃς , ἐφαιρέομαι aor subj act 2nd sg ἐφέλῃς , ἐφαιρέομαι aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφελεστέραις — ἀφελής without a stone fem dat comp pl ἀφελεστέρᾱͅς , ἀφελής without a stone fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφελεστέρων — ἀφελής without a stone fem gen comp pl ἀφελής without a stone masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφελές — ἀφελής without a stone masc/fem voc sg ἀφελής without a stone neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφελέστατα — ἀφελής without a stone adverbial superl ἀφελής without a stone neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)