-
1 отнимать
отнима||тьнесов1. ἀφαιρῶ, παίρνω, ἀρπάζω (ἀπό τά χέρια) / ὑπεξαιρώ, σφετερίζομαι (присваивать) / ἀφαιρώ (лишать):\отнимать надежду ἀφαιρώ τήν ἐλπίδα· \отнимать жизнь У кого-л. ἀφαιρώ (или παίρνω) τήν ζωή κάποιου·2. (отводить в сторону, убирать) παίρνω:\отнимать ру́ку от лица παίρνω τό χέρι μου ἀπ'τό πρόσωπο μού3. (вызвать расход чего-л.) τρώγω:эта работа \отниматьет много времени αὐτή ἡ ἐργασία μοῦ τρώει πολύ χρόνο·4. (ампутировать) κόβω·5. мат ἀφαιρώ· ◊ \отнимать от груди (ребенка) ἀποθήλάζω τό βρέφος, ἀποκόβω· этого у и его не отнимешь αὐτό δέν μπορείς νά τοῦ τό ἀρνηθείς. -
2 отнять
-
3 снимать
1. (доставать, брать) παίρνω, πιάνω- книгу с полки παίρνω/βγάζω το βιβλίο από το ράφι2. (убирать, удалять) παίρνω, αφαιρώ, βγάζω 3. (отделять, освобождать) αφαιρώ, βγάζω, ελευθερώνω 4. (разбирать, демонтировать) εξαρμόζω, αφαιρώ 5. (удалять, освобождать) βγάζω 6. (уничтожать, упразднять) βγάζω, σταματώ, αιρώ 7. (собирать, убирать) μαζεύω 8. (отстранять от занимаемой должности) απολύω 9. (отменять, объявлять недействительным) ακυρώνω, βγάζω Ю.(фотографировать) βγάζω (φωτογραφία) 11. (напр. кинофильм) γυρίζω (την ταινία) 12. (брать внаем) (εν)οικιάζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > снимать
-
4 отнять
1. мат. αφαιρώ 2. (взять силой, отобрать) αφαιρώπαίρνω (με τη βία) 3 мед. ακρωτηριάζωκόβω/αποκόπτω (το άκρο)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отнять
-
5 вычесть
-
6 отобрать
отобрать 1) (выбрать ) διαλέγω 2) (взять) παίρνω πίσω» αφαιρώ* * *1) ( выбрать) διαλέγω2) ( взять) παίρνω πίσω, αφαιρώ -
7 снять
снять 1) βγάζω, αφαιρώ; σηκώνω· \снять шляпу βγάζω το καπέλο 2) (урожай и т. л.) σοδιάζω, συγκομίζω 3) (отменить) καταργώ* ακυρώνω, παραγράφω (выговор и т. η.) 4) (освободить, устранить) απολύω, παύω 5) (помещение) νοικιάζω 6) фото τραβώ φωτογραφία, φωτογραφίζω 7) кино γυρίζω ταινία ◇ \снять мерку παίρνω τα μέτρα \сняться 1) βγάζω φωτογραφία; —ся в кино παίζω στον κινηματογράφο 2): \сняться с Якоря σαλπάρω, σηκώνω άγκυρα* * *1) βγάζω, αφαιρώ; σηκώνωснять шля́пу — βγάζω το καπέλο
2) (урожай и т. п.) σοδιάζω, συγκομίζω3) ( отменить) καταργώ; ακυρώνω, παραγράφω (выговор и т. п.)4) (освободить, устранить) απολύω, παύω5) ( помещение) νοικιάζω6) фото τραβώ φωτογραφία, φωτογραφίζω7) кино γυρίζω ταινία••снять ме́рку — παίρνω τα μέτρα
-
8 лишать
лишатьнесов (кого-л., чего-л.) στερώ, ἀποστερώ, ἀφαιρώ:\лишать гражданских прав ἀποστερώ τῶν πολιτικών δικαιωμάτων \лишать свободы φυλακίζω· \лишать наследства ἀποκληρώνω· \лишать кого-л. жизни σκοτώνω κάποιον, ἀφαιρώ τή ζωή κάποιού \лишать себя жизни αὐτοκτονω. -
9 развенчать
развенчатьсов, развенчивать несов1. ἐκθρονίζω, ἀφαιρώ τό στέμμα·2. "перги. ἀφαιρώ τόν φωτοστέφανο, ξεσκεπάζω. -
10 сводить
сводить Iсов (отводить) ὁδηγώ, πηγαίνω (μετ.):\сводить ребенка в школу πηγαίνω τό παιδί στό σχολείο.своди||ть IIнесов (βΗίίή κατεβάζω:\сводить,с лвстницы κατεβάζω ἀπό τή σκάλα· ί· (Уводить) ἀπομακρύνω, βγάζω:\сводить с дороги ἀπομακρύνω ἀπό τό δρόμο·3. (увалять) βγάζω, ἀφαιρώ, ἐξαλείφω, ἐξαφανίζω:^, бородавку ἀφαιρώ τήν κρεα-τοελτια· \сводить пятно βγάζω λεκέ·4. (соединять) еу<5усо. συνδέω:судьба \сводитьла нас не раз ἡ.^χ-, μ-,ς 5φερε κοντά ἐπανει-λημενως·5. (κ чему-л.) φέρνω, περιορίζω:\сводить к нулю „ на нет ἐΚμηδενίζω· \сводить κ шутке τό γυρίζω <„0 ἀστε-0· \сводить κ минимуму περιορίζω στό ἐλάχιστο·6. (о судороге) συσπώ, συστέλλω:ру́ку сводит τό χέρι του ἐχει συσπάσεις, τό χέρι του ἐπαθε συστολή·7. (рисунок) μεταφέρω σχέδιο, ξεσηκώνω·8. (собирать, соединять в одно целое) συγκεντρώνω:\сводить данные в таблицу συγκεντρώνω τά στοιχεία σέ πίνακα· ◊ \сводить с ума τρελαίνω· \сводить концы с концами τά φέρνω βόλτα, τά βγάζω πέρα· \сводить счеты с кем-л. ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς· глаз не \сводить с кого-л. δέν ξεκολλάω τό βλέμμα μου, δέν σηκώνω τά μάτια μου ἀπό κάπου. -
11 скальпировать
скальпироватьсов и несов ἀφαιρώ τό σκάλπ, ἀφαιρώ τό δέρμα τοῦ κρανίου. -
12 сливки
сли́вк||имн. τό ἀνθόγαλα, τό ἀφρόγαλα, ἡ ἀφρόκρεμα, τό καϊμάκι:кофе со \сливкиами καφές μέ καϊμάκι· снимать \сливки прям., перен ἀφαιρω τό ἀνθόγαλα, ἀφαιρώ τό καϊμάκι· ◊ \сливки общества ἡ ἀφρόκρεμα τής κοινωνίας. -
13 вырезать(ся)
вы/ резать(ся) 1-ежу, -ежешь, προστκ. вырежи, κ. вырежь, ρ.σ.μ.1. κόβω, αποκόπτω, εκκόπτω, εκ-τέμνω, αφαιρώ, βγάζω•вырезать(ся) опухоль αφαιρώ τον όγκο•
вырезать(ся) картинки из книги κόβω τις εικόνες από το βιβλίο.
2. σκαλίζω, χαράσσω•вырезать(ся) свое имя на кольце χαράσσω το όνομα μου στο δαχτυλίδι.
3. ξεχωρίζω, δίνω•беднякам -ли лучшие земли στη φτωχολογιά έδωσαν τα καλύτερα χωράφια.
|| σφάζω, κατασφάζω•бандиты -ли все население деревни οι ληστές έσφαξαν όλους τους κατοίκους του χωριού•
1. κόβομαι, αποκόπτομαι.2. μτφ. ξεχωρίζω, διακρίνομαι, φαίνομαι ζωηρά.выреза/ ть(ся) 2ρ.δ.βλ. вырезать(ся). -
14 вычесть
-чту, -чтешь, παρλθ. χρ. вычел, -чла, -чло, μτχ. παρλθ. χρ. вычетший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вычтенный, βρ: -тен, -а, -ο, επίρ. μτχ. вычтя, ρ.σ.μ.1. (μαθ.) αφαιρώ, βγάζω•вычесть семь от десяти αφαιρώ εφτά από τα δέκα.
2. κρατώ, κάνω κράτηση από το ολικό ποσό•вычесть задолжность κρατώ το χρέος.
-
15 лишить
-шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. лишённый, βρ: -шён, -шена, -шеюρ.σ.μ.στερώ, αποστερώ αφαιρώ•лишить свободы στερώ της ελευθερίας•
лишить гражданских прав στερώ των πολιτικών δικαιωμάτων•
-возможности στερώ της δυνατότητας•
лишить чина καθαιρώ του αξιώματος•
лишить наследства αποκληρώνω•
лишить удобного случая στερώ της κατάλληλης ευκαιρίας.
εκφρ.лишить слова – στερώ του λόγου (δε δίνω το λόγο να μιλήσει)•лишить жизни – αφαιρώ τη ζωή (φονεύω).στερούμαι, χάνω•лишить чувств χάνω τις αισθήσεις•
лишить разума χάνω το λογικό•
чувства слуха χάνω την ακοή, κουφαίνρμαι•
доверия χάνω την εμπιστοσύνη.
εκφρ.лишить рассудка – χάνω τα λογικά μου (παραφρονώ). -
16 ниспровергнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. ниспроверг-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нисщговрженный, βρ: -жен, -а, -о κ. ниспровергнутый, βρ: -нут, -а, -оρ.σ.μ. (γραπ. λόγος) ρίχνω κάτω, γκρεμίζω•ураган -врг всё η θύελλα τα γκρέμισε όλα.
|| μτφ. ανατρέπω, καταλύω, καταργώ εκθρονίζω. || μτφ. ρίχνω, αφαιρώ•ниспровергнуть авторитет ρίχνω το κύρος, αφαιρώ το φωτοστέφανο.
-
17 обескрылить
ρ.σ.μ. αφαιρώ, κόβω τις φτερούγες, τα φτερά. || μτφ. αφαιρώ κάθε δυνατότητα να πράξει κάτι. -
18 отнять
-ниму, -нимешь κ. (παλ. κ. απλ.) отныму, отнимешь (κλίση από το ρ. отьять) ; παρλθ. χρ. отнял-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отнят, -а, -оρ.σ.μ.1. αφαιρώ, αποσπώ αρπάζω. || ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι υπεξαιρώ.2. παίρνω, τραβώ, αν.αμερίζω.3. (ιατρ,)- ακρωτηριάζω, αποκόπτω•отнять руку κόβω το χέρι.
4. μτφ. στερώ•двадцать лет жизни он отнял у меня αυτός μου έφαγε (έκοψε) είκοσι χρόνια ζωή•
эта работа у меня -ла много времени αυτή η δουλειά μού φάγε πολύ χρόνο.
5. (μαθ.) αφαιρώ•αφαιρέσομε πέντε.εκφρ.отнять от груди – αποθηλάζω•нельзя отнять – δεν πρέπει να αρνηθείς ή να μή παραδεχτείς (κάτι που ενυπάρχει).παραλύω, παθαίνω παράλυση•у бабушки -лись ноги η γιαγιά έπαθε παράλυση των ποδιών.
|| μουδιάζω ακινητώ. -
19 сбавить
-влю, -вишь, ρ.σ.μ.1. αφαιρώ, βγάζω•сбавить триста граммов с общего веса αφαιρώ τριακόσια γραμμάρια από το ολικό βάρος.
2. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω. || χαμηλώνω, κατεβάζω.μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω. -
20 скинуть
ρ.σ.μ.1. ρίχνω κάτω, πετώ•скинуть мешок с плеч ρίχνω κάτω το τσουβάλι•
остио τους ώμους•
скинуть снег с крыши πετώ κάτω το χιόνι από τη στέγη.
|| μτφ. γκρεμίζω, ανατρέπω, εκ θρονίζω•-ли царя τον γκρέμισαν τον τσάρο.
2. (για ένδυμα) βγάζω, αφαιρώ. || φυλλορροώ• αλλάζω το τρίχωμα ή το πτέρωμα. || μτφ. αποβάλλω, διώχνω•скинуть с себя лень διώχνω•
ото πάνω μου την τεμπελιά.
3. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω. || κάνω έκπτωση, σκόντο.4. βγάζω, αφαιρώ (από το λογαριασμό).5. γεννώ•кобылица -ла жеребнка η φοραδιτσα έκανε πουλαράκι.
См. также в других словарях:
αφαιρώ — αφαιρώ, αφαίρεσα βλ. πίν. 76 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αφαιρώ — (Α ἀφαιρῶ, έω) 1. παίρνω ένα μέρος από κάτι, αποσπώ 2. στερώ, αποστερώ 3. ελαττώνω, μειώνω νεοελλ. 1. κλέβω, υπεξαιρώ 2. αποβάλλω, βγάζω 3. μαθ. κάνω την πράξη της αφαίρεσης 4. μέσ. αφαιρούμαι ελαττώνεται η πνευματική μου συγκέντρωση ή η προσοχή… … Dictionary of Greek
αφαιρώ — εσα, έθηκα, αιρεμένος και αφηρημένος 1. παίρνω από ένα όλο, βγάζω: Λέει πως κάποιος του αφαίρεσε χρήματα. 2. κόβω, αποσπώ: Ο γιατρός είπε πως ο όγκος αυτός πρέπει να αφαιρεθεί. 3. στερώ: Μην του αφαιρείς αυτή την ελπίδα· το μέσ. αφαιρούμαι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφαιρῶ — ἀφαιρέω take away from pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀφαιρέω take away from pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀφαιρέω take away from pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀφαιρέω take away from pres ind act 1st sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπωματίζω — αφαιρώ το πώμα, ξεβουλλώνω … Dictionary of Greek
αποξειδώνω — αφαιρώ το οξυγόνο που εμπεριέχεται σε χημική ουσία … Dictionary of Greek
αποφυλλίζω — αφαιρώ άνθη ή φύλλα από κάποιο φυτό για να αναπτυχθεί καλύτερα ή για να ωριμάσουν οι καρποί του … Dictionary of Greek
αφαψιδώνω — αφαιρώ τα καλούπια που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή αψίδας … Dictionary of Greek
εκσπλαγχνίζω — αφαιρώ τα σπλάγχνα («εκσπλαγχνίζω ένα πτώμα») … Dictionary of Greek
μονοβεργίζω — αφαιρώ τα παρακλάδια και αφήνω μόνο μία βέργα, δηλ. τον κεντρικό βλαστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + βεργίζω] … Dictionary of Greek
ξεκαλουπώνω* — αφαιρώ τα καλούπια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + καλουπώνω] … Dictionary of Greek