Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αυτό+δεν+έχει

  • 61 σά(ν)

    1) как, словно, точно; (как) будто; вроде;

    σά(ν) πουλί πετάει — летает, словно птичка;

    έκλαιγε σά(ν) παιδί — он плакал, как ребёнок;

    φαίνεσαι σά(ν) άρρωστη — у тебя болезненный вид;

    τρέμει σά(ν) το λαγό — дрожит как заяц;

    τον αγαπώ σά(ν) αδελφό — я его люблю, как брата;

    δεν είμαι σά(ν) εσένα — я не такой, как ты;

    ακριβώς σά(ν) αυτό — точно такое же;

    2):

    σά(ν) να... ( — как) будто, словно, точно...;

    σά(ν) να μη άκουσε — как будто не слышал;

    σά(ν) να κλαίει — как будто плачет;

    τί φωνάζεις σά(ν) να σε σφάζουνε; — ты что кричишь, словно тебя режут?;

    τρέχει σά(ν) να τον κυνηγούν — бежит, словно за ним гонятся;

    3) кажется, похоже, как будто;

    σά(ν) μακρυά κάθεται — он, кажется, далеко живёт;

    σά(ν) καλός είναι — похоже, что он хороший человек;

    σά(ν) έχει δίκιο — кажется, он прав;

    4) как, будучи;

    εσύ σά(ν) συγγενής επρεπε να με υποστηρίξεις — ты, будучи моим родственником, должен был меня поддержать;

    5) же;

    σά(ν) ποιός να 'ναι αότός; — кто же он такой?;

    σά(ν) τί να θέλει; — чего же он хочет?;

    καί σά(ν) τί κάνει τάχα; — да что он, собственно, делает?;

    2. σόνδ.
    1) когда;

    σά(ν) έρθει η άνοιξη — когда придёт весна;

    2) если;

    σά(ν) θέλεις — если хочешь;

    3) поскольку, так как;

    σά(ν) είδε πως... — увидев, что...;

    § σά(ν) τα χιόνια! — сколько лет, сколько зим!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σά(ν)

  • 62 σά(ν)

    1) как, словно, точно; (как) будто; вроде;

    σά(ν) πουλί πετάει — летает, словно птичка;

    έκλαιγε σά(ν) παιδί — он плакал, как ребёнок;

    φαίνεσαι σά(ν) άρρωστη — у тебя болезненный вид;

    τρέμει σά(ν) το λαγό — дрожит как заяц;

    τον αγαπώ σά(ν) αδελφό — я его люблю, как брата;

    δεν είμαι σά(ν) εσένα — я не такой, как ты;

    ακριβώς σά(ν) αυτό — точно такое же;

    2):

    σά(ν) να... ( — как) будто, словно, точно...;

    σά(ν) να μη άκουσε — как будто не слышал;

    σά(ν) να κλαίει — как будто плачет;

    τί φωνάζεις σά(ν) να σε σφάζουνε; — ты что кричишь, словно тебя режут?;

    τρέχει σά(ν) να τον κυνηγούν — бежит, словно за ним гонятся;

    3) кажется, похоже, как будто;

    σά(ν) μακρυά κάθεται — он, кажется, далеко живёт;

    σά(ν) καλός είναι — похоже, что он хороший человек;

    σά(ν) έχει δίκιο — кажется, он прав;

    4) как, будучи;

    εσύ σά(ν) συγγενής επρεπε να με υποστηρίξεις — ты, будучи моим родственником, должен был меня поддержать;

    5) же;

    σά(ν) ποιός να 'ναι αότός; — кто же он такой?;

    σά(ν) τί να θέλει; — чего же он хочет?;

    καί σά(ν) τί κάνει τάχα; — да что он, собственно, делает?;

    2. σόνδ.
    1) когда;

    σά(ν) έρθει η άνοιξη — когда придёт весна;

    2) если;

    σά(ν) θέλεις — если хочешь;

    3) поскольку, так как;

    σά(ν) είδε πως... — увидев, что...;

    § σά(ν) τα χιόνια! — сколько лет, сколько зим!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σά(ν)

  • 63 иной

    επ.
    1. άλλος•

    нет -го выхода δεν υπάρχει άλλη διέξοδος•

    не кто иной как κανένας άλλος παρά•

    не что -ое как τίποτε άλλο παρά•

    это -ое дело αυτό είναι άλλη υπόθεση•

    -вид άλλη μορφή (όψη)•

    -ыми словами με άλλα λόγια.

    2. κάποιος, ένας• μερικοί•

    -ые люди μερικοί άνθρωποι•

    -ому жарко, -ому холодно ο ένας έχει (αισθάνεται) ζέστη, ο άλλος κρυώνει•

    в - ых случаях σε μερικές περιπτώσεις•

    иной раз άλλη φορά, κάποτε.

    Большой русско-греческий словарь > иной

См. также в других словарях:

  • ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… …   Dictionary of Greek

  • Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • ρινόκερος — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται πέντε είδη μεγάλων οπληφόρων θηλαστικών, της οικογένειας των Ρινοκεροντιδών, της τάξης των περιττοδάκτυλων*. Τα ζώα αυτά ανήκουν σε τέσσερα γένη, δύο από τα οποία ζουν στην Αφρική, Ν της Σαχάρας, και δύο… …   Dictionary of Greek

  • ιονόσφαιρα — Το ιονισμένο τμήμα της ανώτερης ατμόσφαιρας που ξεκινά περίπου από τα 50 χλμ. (το πάνω άκρο της κρατόσφαιρας) και φτάνει σε απόσταση μεγαλύτερη από 1.000 χλμ. Η ι. αποτελείται από αραιό, ελαφρώς ιονισμένο πλάσμα που βρίσκεται μέσα στο μαγνητικό… …   Dictionary of Greek

  • μόριο — Από αυστηρά χημική έννοια είναι το ελάχιστο σωματίδιο μιας ένωσης που εμφανίζει όλες τις ιδιότητές της· υπό γενικότερη όμως έννοια, είναι η ένωση περισσότερων ατόμων, που συνιστούν μια σταθερή και καθορισμένη δομή. Με την έννοια αυτή, ως μ.… …   Dictionary of Greek

  • καινοφανής αστέρας (nova) — (Αστρον.). Αστέρας, ο οποίος παρουσιάζει απρόοπτα ταχύτατη και έντονη αύξηση της λαμπρότητάς του, για να επανέλθει ύστερα σιγά σιγά στην αρχική του κατάσταση. Η λαμπρότητα των κ.α. είναι από 5.000 έως 100.000 φορές μεγαλύτερη από την αρχική τους …   Dictionary of Greek

  • οιδίκνημος ή τουρλίδα — (burhimus oedicnemus). Καλοβατικό πουλί, της οικογένειας των βουρινιδών της τάξης των χαραδριομόρφων. Χαρακτηριστικό του είναι το αξιοσημείωτο μέγεθος των κιτρινόχρυσων ματιών του, που το βοηθούν να διακρίνει τη λεία του κατά τις βραδυνές ώρες ή… …   Dictionary of Greek

  • διαστολή — Ξεχώρισμα, διάκριση. (Μουσ.) Όρος της μουσικής σημειογραφίας. Σημαίνει την κάθετη γραμμή του πενταγράμμου που χωρίζει τα μέτρα σε τμήματα ίσης αξίας φθογγοσήμων, με διαφορετική όμως ρυθμική συνάρθρωση. Παλαιότερα ο διαχωρισμός των μέτρων… …   Dictionary of Greek

  • ισχύς — η γεν. ύος 1. δύναμη: Ισχύς του σώματος. – Ισχύς του έθνους. 2. δύναμη επιβολής, επιρροή: Δεν έχει καμία ισχύ στον υπουργό. 3. νομικό κύρος: Το συμβόλαιο αυτό δεν έχει ισχύ. – Τέθηκε σε ισχύ ο νόμος. 4. φυσικό μέγεθος που εκφράζει το έργο που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προοπτική — Στη γεωμετρία, η μέθοδος παράστασης των σχημάτων του χώρου με την προβολή τους σε ένα επίπεδο (σχέδιο) από ένα σημείο (κέντρο προβολής είτε όψης). Τέχνη. Mέχρι τον Μεσαίωνα ο λατινικός όρος perspectiva σήμαινε οπτική. Μόνο οι Φλωρεντινοί ζωγράφοι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»