Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

αυτός+δεν

  • 21 а

    а союз 1) противит. και, αλλά, όμως, μα; я его зову, а он не отвечает τον φωνάζω, μα αυτός δεν απαντά 2) присоед. και; я написал письмо, а затем... έγραψα το γράμμα και ύστερα...◇ а именно δηλαδή
    * * *
    союз
    1) противит. και, αλλά, όμως, μα

    я его́ зову́, а он не отвеча́ет —τον φωνάζω, μα αυτός δεν απαντά

    2) присоед. και

    я написа́л письмо́, а зате́м… — έγραψα το γράμμα και ύστερα…

    ••

    а и́менно — δηλαδή

    Русско-греческий словарь > а

  • 22 мало

    επίρ.
    1. λίγο•

    он мало ест αυτός λίγο τρώγει•

    мало говорит да много делает λίγο μιλά και πολλά κάνει.

    || λιγοστά, λιγούτσικα.
    2. σε συνδυασμό με αντωνυμίες και επιρρήματα: кто, что, какое, когда και το μόριο ли σημαίνει: λίγο, λίγοι, σε λίγα ή μερικά μέρη, σε μερικές εποχές, περιόδους κ.τ.τ. мало кто знает об этом λίγοι ξέρουν γι αυτό•

    я мало где бывал εγώ λίγα μέρη είδα (επισκέφτηκα).

    εκφρ.
    мало ли – άραγε λίγο;•
    мало ли – (με επίρρημα ή αντωνυμία: кто, что, как, какой, где, когда) σημαίνει; διάφοροι, πολλοί, διάφορο, πολύ σε διάφορα ή σε πολλά μέρη•
    мало ли что – τι λίγο..., δεν έχει σημασία τι..., μου εί αδιάφορο τι... мало ли что ты говоришь,а дела нет τι με ενδιαφέρουν τα λόγια, εγώ θέλω έργα
    α) λίγο, παρά λίγο
    он не упал παρά λίγο αυτός δεν έπεσε, β) το λιγότερο, όχι λιγότερο απο•
    мало по -у – βαθμιαία, (απο) λίγο-λίγο•
    мало того – εκτός απ αυτό•
    ни мало не – ούτε το ελάχιστο, καθόλου•
    того, что... – δε φτάνει που...

    Большой русско-греческий словарь > мало

  • 23 почему

    επίρ. κ. υποτακτ. σύνδ. γιατί, για ποιο λόγο, για ποια αιτία•

    почему он не приходит? γιατί αυτός δεν έρχεται;•

    вот почему это я сделал να γιατί το έκανα αυτό.

    || γι αυτόν το λόγο, γι αυτήν την αιτία•
    - и не писал αυτός ξέχασε τη διεύθυνση, γι αυτό και δεν έγραφε.
    εκφρ.
    почему вы знаете? – από που ξέρετε; πως ξέρετε;

    Большой русско-греческий словарь > почему

  • 24 смыслить

    ρ.δ. εννοώ, καταλαβαίνω• σκαμπάζω•

    он не -ит этого дела ή ничего не -ит в етом деле αυτός δεν καταλαβαίνει τίποτε από αυτή την υπόθεση•

    он не -ит в музыке αυτός δεν έχει ιδέα μουσικής.

    Большой русско-греческий словарь > смыслить

  • 25 читать

    ρ.δ., μτχ. ενστ. читающий, παθ. μτχ. ενστ. читаемый, βρ: -таем, -а, -о παθ. μτχ. παρλθ. χρ. читанный, βρ: -тан, -а, -о.
    1. διαβάζω, αναγι(γ)νώσκω•

    читать газету διαβάζω εφημερίδα•

    читать книгу διαβάζω το βιβλίο•

    он не умеет читать αυτός δεν ξέρει να διαβάζει•

    читать вслух διαβάζω φωναχτά•

    читать по слогам διαβάζω συλλαβιστά•

    читать про себя διαβάζω με το νου μου•

    читать бегло διαβάζω ελεύθερα, φευγαλέα.

    2. κατανοώ, καταλαβαίνω (παρατηρώντας σχήματα, σημάδια)•

    читать чертежи διαβάζω τα σχέδια•

    читать ноты διαβάζω τις νότες.

    3. διαγιγνώσκω, διαβλέπω, διορώ•

    читать мысли διαβάζω τις σκέψεις.

    4. απαγγέλλω•

    читать стих απαγγέλλω ποίημα.

    || κηρύσσω• κάνω διάλεξη, μιλώ. || διδάσκω•

    он -ет в институте αυτός διδάσκει στο Ινστιτούτο.

    εκφρ.
    читать наставления ή правоучния, нотации) – νουθετώ, συνετίζω, κατηχώ, διαβάζω, παραινώ.
    διαβάζομαι•

    надпись -ется с трудом η επιγραφή διαβάζεται με δυσκολία (είναι δυσανάγνωστη)•

    роман –ется всеми το μυθιστόρημα διαβάζεται απ όλους•έχω διάθεση για διάβασμα•

    мне что-то не -ется κάπως δεν έχω διάθεση για διάβασμα.

    || διαγιγνώσκομαι, διαφαίνομαι, διαβλεπομαι.

    Большой русско-греческий словарь > читать

  • 26 годиться

    годи́||ться
    несов
    1. (быть годным) ἀρμόζω, ἀξίζω:
    это никуда не \годитьсятся αὐτό εἶναι ἀπαράδεκτο·
    2. (быть подходящим, быть впору) ταιριάζω, εἶμαι κατάλληλος:
    ботинки мне не годятся τά παπούτσια δέν μοῦ κάνουν ◊ так поступать не \годитьсятся δέν ἐπιτρέπεται (или δέν κάνει) νά φέρ(ν)εται κανείς ἐτσι· он тебе в подметки не \годитьсятся αὐτός δέν ἀξίζει ὁβτε τό δαχτυλάκι σου.

    Русско-новогреческий словарь > годиться

  • 27 невтерпёж

    επίρ.
    ως κατηγ. είναι ανυπόφορος ή αφόρητος, δεν υποφέρεται•

    невтерпёж от холода δεν υποφέρεται (αυτό) το κρύο.

    || είμαι ακράτητος, δεν μπορώ να κρατηθώ•

    ему стало невтерпёж αυτός δεν μπορούσε να κρατηθεί.

    Большой русско-греческий словарь > невтерпёж

  • 28 ничто

    ничего, ничему, ничем, ни о чём, αντων. αρνητ.
    τίποτε, ουδέν, μηδέν, κανέν•

    это ничто не значет αυτό δε σημαίνει τίποτε,δεν έχει καμιά σημασία•

    это ничему не мешает αυτό δε μποδίζει σε τίποτε•

    это ничем ни кончилось αυτό δεν κατέληξε σε τίποτε•

    ни о чём не думать μη σκέφτεσαι για τίποτε•

    он ничем недоволен αυτός δεν ευχαριστιέται με τίποτε.

    εκφρ.
    ничего не бывалоπαλ. βλ. ничуть (не бывало)•
    ничего не поделаешь ή не попишешь – δεν μπορείς να κάνεις κι αλλιώς•
    из ничего делать – φτιάχνω από (με) το τίποτε•
    превратиться (обратить(ся) в ничего – γίνομαι στάχτη, καταστρέφομαι τελείως, εξάφανίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > ничто

  • 29 устоять

    -ою, -оишь ρ.σ.
    1. στέκομαι•

    он1 не -ял на ногах αυτός δεν μπόρεσε να σταθεί στα πόδια•

    столб не -ял, повалился ο στύλος δε μπόρεσε να σταθεί, έπεσε.

    || αντέχω, κρατώ, βαστώ•

    земля горячая, не -ишь босиком η γη (το χώμα) είναι καυτερό, ξυπόλητος δεν αντέχεις.

    2. διατηρούμαι.
    3. μτφ. αντιστέκομαι γερά•

    устоять под натиском вражеских войск αντέχω στις επιθέσεις των εχθρικών στρατευμάτων.

    4. μτφ. εγκαρτερώ, είμαι εγκρατής • αποκρούω•

    устоять перед соблазном αντέχω στον πειρασμό.

    εκφρ.
    не устоять против кого-чего – δεν αντέχω σε κάποιον, σε κάτι, δεν τα βγάζω πέρα με κάποιον, με κάτι.
    1. ηρεμώ, γαληνεύω, ακινητώ (για υγρά). || λιμνάζω.
    2. γίνομαι, είμαι κατάλληλος για χρήση•

    пиво -лось η μπύρα έγινε.

    || κατακάθομαι, κατακαθίζω.
    3. μτφ. σταθεροποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > устоять

  • 30 много

    επίρ.
    1. πολύ•

    он имеет много денег αυτός έχει πολύ χρήμα•

    много лет πολλά χρόνια•

    вы счастливее меня εσείς είστε πολύ ευτυχέστεροι από μένα•

    много лучше πολύ καλύτερα.

    || (σε ερωτηματικές προαάσεις) πολύ;•

    так много ? τόσο πολύ;•

    много ли? πολύ; (ποσό).

    2. μεγάλος αριθμός, μεγάλη ποσότητα•

    у него очень много друзей αυτός έχει πάρα πολλούς φίλους•

    он очень много ест αυτός τρώγει πάρα πολύ (είναι φαγάς)•

    не очень много όχι πάρα πολύ•

    слишком много πάρα πολύ.

    3. (με αριθμητικό)• όχι περισσότερο από, όχι παραπάνω απο, το περισσότερο•

    по два, по три много από δυό, από τρεις πάει πολύ.

    εκφρ.
    по -у – από πολύ, σε μεγάλη ποσότητα•
    много-многоτο περισσότερο, το ανώτερο (όριο), όχι παραπάνω απο•
    ему 40 лет – αυτός δεν είναι πάνω απο 40 χρόνια•
    ни много ни мало – ούτε πολύ ούτε λίγο, ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω.

    Большой русско-греческий словарь > много

  • 31 охота

    θ.
    κυνήγι, θήρα•

    медвежья охота κυνήγι αρκούδων•

    охота на волков κυνήγι λύκων•

    идти (ехать) на -у πηγαίνω κυνήγι•

    пристраститься к -е με πιάνει μανία κυνηγιού•

    псовая охота κυνήγι με σκυλιά;

    τα μέσα κυνηγιού (σκυλιά, γεράκια, παγίδες κ.τ.τ.).
    θ.
    επιθυμία, διάθεση, όρεξη, αποθυμιά• κλίση, τάση, ζήλος•

    у него большая охота учиться αυτός έχει μεγάλο ζήλο για γράμματα•

    у него нет -ы к музыке αυτός δεν έχει κλίση στη μουσική•

    отбить -у κόβω την όρεξη (διάθεση)•

    он всё делает с -ой αυτός όλα τα κάνει πρόθυμα.

    εκφρ.
    охота тебе (делать что) – γιατί, τι σου αρέσει, τι θέλεις•
    что за охота – τι σας αρέσει•
    α) όσο θέλω, κατά βούληση, με την ψυχή μου• отдыхай в -у – ξεκουράσου όσο θέλεις• спи в -у – κοιμήσου όσο θέλεις•
    β) ως κατηγ. θέλω, μου αρέσει• вам уже надоело, а ему в -у посмотреть – εσείς πια βαρεθήκατε, αυτός όμως θέλει να κοιτάξει.

    Большой русско-греческий словарь > охота

  • 32 представлять

    представлять
    несов
    1. (предъявлять) παρουσιάζω, ἐμφανίζω, δείχνω:
    \представлять документы δείχνω τά χαρτιά, δείχνω τά ἔγγραφά \представлять доказательства παρουσιάζω ἀποδείξεις·
    2. (знакомить) συστήνω, συσταίνω, συνιστώ, παρουσιάζω·
    3. (к награде, к ордену) προτείνω, ὑποβάλλω ὑποψηφιότητα κάποιου·
    4. (воображать) φαντάζομαι, διανοούμαι, ἀναπαριστώ νοερά:
    вы не можете себе представить... δέν μπορείτε νά φαντασθείτε...· представь себе φαντάσου·
    5. (изображать) παριστάνω, παρουσιάζω:
    \представлять кого́-л. в смешном виде γελοιοποιώ κάποιον
    6. театр. παριστάνω, παίζω·
    7. (причинять, доставлять) παρουσιάζω, προκαλώ:
    это не представляет тру́дно-сти αὐτό γίνεται εὔκολα, αὐτό δέν εἶναι δύσκολο·
    8. (быть, являться чем-л.):
    \представлять большую ценность ἔχω μεγάλη ἀξία· что он представляет собою? τί είδους ἄνθρωπος εἶναι;· он ничего́ собою не представляет αὐτός δέν εἶναι τίποτε·
    9. (быть представителем) εἶμαι ἀντιπρόσωπος, ἀντιπροσωπεύω, ἐκπροσωπώ:
    \представлять чьи-л. интересы ἀντιπροσωπεύω τά συμφέροντα κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > представлять

  • 33 бросать

    ρ.δ.μ.
    1. ρίπτω, ρίχνω, πετώ•

    гранату ρίχνω χειροβομβίδα•

    бросать якорь ρίχνω άγκυρα.

    2. μετακινώ, στέλλω, κατευθύνω•

    бросать войска в бой ρίχνω στρατεύματα στη μάχη.

    3. διαχέω, σκορπίζω•

    бросать тень ρίχνω σκιά•

    солнце -ет лучи ο ήλιος ρίχνει, τις ακτίνες.

    4. αποβάλλω ως άχρηστο•

    он крох не -ет αυτός δεν πετάει ούτε τα ψίχουλα.

    || τοποθετώ άταχτα•

    бросать одежду как попало αφήνω (πετώ) τα ενδύματα όπως και όπου λάχει.

    5. αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ•

    бросать семью εγκαταλείπω την οικογένεια.

    || μτφ. παύω, σταματώ•

    бросать курить παύω να καπνίζω, κόβω το κάπνισμα•

    -айте работу! σταματήστε τη δουλιά!

    (απρόσ.) με πιάνει, με καταλαμβάνει•

    меня -ает то в жар, то в холод με πιάνει πότε ζέστη, πότε κρύο.

    εκφρ.
    бросать деньги – σπαταλώ (σκορπίζω) τα χρήματα•
    бросать жребий – ρίχνω τον κύβο, το ζάρι (λύνω τι με την τύχη)•
    бросать камень ή камнем ή грязью – βάζω γάνες, αμαυρώνω•
    бросать оружие – πετώ το όπλο (παραδίνομαι, δειλιάζω)•
    бросать перчатку – α) πετώ το γάντι (προκαλώ σε μονομαχία)• β) μπαίνω σε αγώνα εναντίον κάποιου•
    бросать свет – ρίχνω φώς, φωτίζω (διευκρινίζω, διασαφηνίζω)•
    бросать теньμτφ. αμαυρώνω.
    1. αλληλορίχνω•

    -снежками χιονοπολεμώ.

    || μτφ. περιφρονώ, δεν υπολογίζω•

    бросать людьми δεν λογαριάζω τους ανθρώπους (τον κόσμο).

    2. σπεύδω, τρέχω•

    бросать на помощь τρέχω σε βοήθεια.

    || ρίχνομαι, πέφτω•

    бросать на колени πέφτω στα γόνατα•

    бросать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά, -ιές.

    3. επιτίθεμαι, επιπίπτω, ορμώ, χυμώ, χύνομαι•

    собаки –ются на прохожих τα σκυλιά χύνονται στους διαβάτες.

    || τρώγω αχόρταγα•

    бросать на еду ρίχνομαι στο φαΐ.

    4. πηδώ από ψηλά•

    бросать в воду ρίχνομαι στο νερό•

    бросать в пропасть ρίχνομαι στο γκρεμό•

    бросать с моста ρίχνομαι από το γεφύρι.

    5. ρίχνομαι κλπ. ρ.μ. ενεργ. φ. (1, 2, 3 σημ.).
    εκφρ.
    бросать деньгами – σπαταλώ τα χρήματα•
    бросать словами, обещаниями – πετώ λόγια, δίνω υποσχέσεις (μιλώ ανεύθυνα)•
    бросать в глаза – χτυπώ στα μάτια (τραβώ την προσοχή, κάνω εντύπωση)•
    вино ή хмель -ется в голову – με χτυπά το κρασί στο κεφάλι (με μεθά)•
    краска ή кровь -ется в лицо – κοκκινίζω (από κάποιο αίσθημα)’ кровь -ется в голову μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > бросать

  • 34 есть

    ем, ешь, ест, едим, едите, едят, χρ. παρλθ. ел, ела, ело, προστκ. ешь,
    επιρ. μτχ. δεν έχει•
    ρ.δ.
    1. τρώγω•

    мне хочется есть θέλω νά φάω•

    есть суп τρώγω σούπα•

    есть скоромное τρώγω μη νηστήσιμο φαγητό•

    я целый день ничего ни ел όλη τη μέρα δεν έφαγα τίποτε•

    он не ест мяса αυτός δεν τρώγει το κρέας.

    || τρωγαλίζω, ροκανίζω.
    2. διαβιβρώσκω, φθείρω,καταστρέφω•

    ржавчина ест железо η σκουριά τρώγει το σίδερο.

    || ερεθίζω•

    дым ест глаза από τον καπνό τσούζουν τα μάτια μου.

    3. μτφ. βασανίζω•

    его ела грусть τον έτρωγε η θλίψη.

    4. μτφ. (απλ.) γκρινιάζω, τρώγω με τη γκρίνια•

    жена ела его с утра до вечера η γυναίκα του τον έτρωγε με τη γκρίνια από το πρωί ως το βράδυ.

    εκφρ.
    есть чужой хлеб – είμαι παράσιτος, χαραμοφαγης•
    есть глазами – τρώγω με τα ματιά, επίμονα κοιτάζω•
    есть просит – (αστ.) είναι τρύπιος (σαν το ανοιχτό στόμα), χρειάζεται διόρθωμα (για ενδύματα, υποδήματα κλπ.) — не хочу χορταίνω βλέποντας (για αφθονία φαγώσιμων).
    1. γ/ ενκ. πρόσ. ενεστ. του ρ. быть.
    2. με σημ. των άλλων προσώπων του ενεστ. του ρ. быть: какавы мы есть красавцы τι όμορφονιοί που είμαστε εμείς•

    кто ты -? ποιος είσαι εσύ;•

    надо знать, как вещи есть πρέπει να μάθω πώς έχουν τα πράγματα•

    я есть (σπάνια) εγώ είμαι.

    3. υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υφίστανται•

    есть такая партия υπάρχει τέτοιο κόμμα.

    εκφρ.
    есть такое дело – καλά, σύμφωνος, έτσι και θα γίνει•
    так и есть – ναι, πραγματικά.
    επιφ. (στρατ.) στις διαταγές σας, όπως διατάξτε• διατάξτε.

    Большой русско-греческий словарь > есть

  • 35 нейти

    нейду, нейдёшь
    ρ.δ. παλ. βλ. идти με το αρνητικό μόριο не•

    он нейдёт αυτός δεν έρχεται•

    кровь нейдёт αίμα δεν πηγαίνει (δεν τρέχει).

    Большой русско-греческий словарь > нейти

  • 36 слушать

    ρ.δ.μ.
    1. ακούω•

    слушать радио ακούω ραδιόφωνο•

    слушать лекцию ακούω διάλεξη•

    слушать сказки ακούω παραμύθια.

    2. ακροώμαι•

    доктор -ал его грудь и сердце ο γιατρός τον άκουσε στο στήθος και στην καρδιά.

    3. εισακούω, δέχομαι•

    -айте советы врача ακούτε τις συμβουλές του γιατρού.

    4. υπακούω, υποτάσσομαι•

    слушать оща ακούω τον πατέρα•

    он никого не -ет αυτός δεν ακούει κανέναν.

    || (για μηχανή ή μηχανισμούς)• υποτάσσομαι•

    руль не -ет το τιμόνι (πηδάλιο) δε λειτουργεί.

    5. слушаю! στις διαταγές σας!
    1. υπακούω, υποτάσσομαι•

    не слушать родителей δεν υπακούω στους γονείς•

    не слушать приказа δεν υπακούω στη διαταγή.

    2. βλ. ενεργ. φ. 3 σημ.
    3. слушаюсь! βλ. ενεργ. φ. 5 σημ.
    4. ακροώμαι, ακούω.

    Большой русско-греческий словарь > слушать

  • 37 сметь

    смею, смеешь
    ρ.δ.
    1. τολμώ, κοτώ•

    он не смел войти в кабинет директора αυτός δεν τόλμησε να μπει, στο γραφείο του διευθυντή.

    2. με το αρνητ. μόριο не: δεν έχω το δικαίωμα•

    никто не смеет меня ругать κανένας δεν έχει το δικαίωμα να με μαλώνει.

    εκφρ.
    не смей (делать) – μην τολμάς να κάνεις.

    Большой русско-греческий словарь > сметь

  • 38 дать

    дам, дашь, даст, дадим, дадите, дадут; παρλθ. χρ. дал, дала, дало, дали (με το αρνητικό: не дал, не дала, не дало, не дали); προστκ. дай; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. данный, βρ: дан, дана, дано
    ρ.σ.μ.
    1. δίνω• εγχειρίζω•

    дать деньги δίνω χρήματα•

    дать книгу δίνω βιβλίο.

    || παρέχω, χορηγώ, προσφέρω•

    помещение δίνω χώρο.

    || παραχωρώ•

    дать место δίνω τη θέση.

    || πληρώνω•

    сколько ты дал за галстук? πόσο έδοσες για τη γραβάτα;

    2. απονέμω•

    дать награду απονέμω βραβείο, βραβεύω.

    || μτφ. καθορίζω•

    дать задание на дом δίνω σπιτική δουλιά (στους μαθητές).

    || επιφέρω, καταφέρω•

    он дал ему пощечину του έδοσε ένα μπάτσο.

    || χτυπώ, δέρνω, πλήττω•

    дать по рукам χτυπώ στα χέρια.

    3. παραθέτω• παρουσιάζω κάνω εκδήλωση•

    дать обед δίνω γεύμα•

    дать концерт δίνω συναυλία•

    дать бал δίνω χορό.

    4. φέρω, αποφέρω, προσκομίζω•

    дать большой доход δίνω μεγάλο έσοδο.

    || φέρω, επιφέρω•

    дать успокоение φέρω καθησύχαση, καθησυχάζω.

    5. εμφανίζω, παρουσιάζω•

    дать трещину ραγίζομαι, παρουσιάζω ρωγμή•

    -течь κάνω νερά, αφήνω να τρέχει•

    дать осечку παθαίνω αφλογιστία•

    дать осадок αφήνω κατακάθια.

    6. με πολλά ουσ. σχηματίζει• συνδυασμούς•

    дать распоряжение δίνω εντολή (εντέλλομαι)•

    дать согласие συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, δίνω συγκατάθεση•

    дать позволение επιτρέπω•

    дать ответ δίνω απάντηση (απαντώ)•

    дать разрешение δίνω άδεια (επιτρέπω)•

    дать обещание δίνω υπόσχεση (υπόσχομαι)•

    дать отсрочку δίνω αναβολή, παράταση (αναβάλλω, παρατείνω)•

    дать указания υποδείχνω, δίνω οδηγίες.

    || μεταδίνω, κάνω•

    сигнал δίνω σήμα, κάνω σινιάλο•

    дать знак κάνω νεύμα.

    || χτυπώ, κρούω•

    дать звонок χτυπώ το κουδούνι.

    7. παρέχω τη δυνατότητα, αφήνω, επιτρέπω•

    дайте мне отдыхать αφήστε με να ξεκουραστώ•

    он не дает- мне спать αυτός δε με αφήνει να κοιμηθώ.

    8. προστκ. дай ως προτρεπτικό μόριο: εμπρός, μπρος, άι, δόσ(ε), δόσ’ του.
    εκφρ.
    дать веру – πιστεύω, δίνω πίστη•
    дать вожжи ή поводокκ.τ.τ. χαλαρώνω τα χαλινά•дать знать κάνω γνωστό, γνωστοποιώ•
    дать начало – κάνω την αρχή, πρωταρχίζω•
    дать себя знать – υποχρεώνω τον εαυτό μου να καταλάβει, να αι-αθανθεί•
    дать свет – ανάβω το φως•
    дать себе труд – κουράζω, βασανίζω•
    не дал себе труда подумать – δε βασάνισε καθόλου το μυαλό του•
    слово – α) δίνω το λόγο (να μιλήσει.), β) υπόσχομαι•
    ни дать ни взять – ούτε πολύ ούτε λίγο, ακριβώς το ίδιο•
    я тебе (те) дам – θα σου τις δώσω, θα σε δείρω, θα τις φας (απειλή)•
    дай Бог – (ευχή) να δόσει ο Θεός•
    не дай Бог – (απευχή) να μη δόσει ο Θεός.
    1. πιάνομαι•

    не дать в обман δε θα πέσω στην παγίδα, δε θα πιαστώ κορόιδο.

    || υποκύπτω, υποχωρώ.
    2. πετυχαίνω, ευδοκιμώ είμαι ευμαθής•

    математика ему не далась τα μαθηματικά αυτός δεν τα έπαιρνε•

    история ему далась лучше грамматики αυτός την ιστορία την έπαιρνε καλύτερα από τη γραμματική.

    || δίνομαι, αποκτιέμαι•

    ничто даром не дается τίποτε δε δίνεται δωρεάν (τζάμπα).

    Большой русско-греческий словарь > дать

  • 39 действовать

    действовать
    несов
    1. (поступать) ἐνεργῶ, δρω, πράττω:
    \действовать осторожно ἐνεργώ προσεκτικά, ἐνεργῶ μέ περίσκεψη· \действовать сообща с кем-л. ἐνεργῶ (или δρω) ἀπό κοινοῦ (или μαζί) μέ κάποιον
    2. (функционировать) λειτουργώ/ δουλεύω, ἐργάζομαι (работать):
    у меня не \действоватьует нога δέν μπορώ νά κουνήσω τό πόδι μου·
    3. (чем-либо) χρησιμοποιώ:
    \действовать ножом χρησιμοποιώ μαχαίρι· \действоватьуя локтями, он выбрался из толпы σπρώχνοντας μέ τους ἀγκώνες, βγήκε ἀπό τό πλήθος·
    4. (оказывать действие) ἐπιδρϋ):
    \действовать на нервы πειράζω στά νεΰρα· \действовать успокоительно ἐπιδρῶ καταπραϋντικά, καταπραύνω· \действовать лаской χρησιμοποιώ χάδια· на него́ ничего не \действоватьует αὐτός δέν ἀκούει τίποτε·
    5. (о законе и т. п.) ἰσχύω.

    Русско-новогреческий словарь > действовать

  • 40 нравиться

    нрави||ться
    несов ἀρέσ(κ)ω, εὐχαριστώ:
    мне не \нравитьсятся эта пьеса δέν μοῦ ἀρέσει αὐτό τό θεατρικό ἐργο· \нравитьсятся ли вам эта книга? σᾶς ἀρέσει αὐτό τό βιβλίο;· он мне никогда не \нравитьсялся (αὐτός) δέν μοῦ ἄρεσε ποτέ.

    Русско-новогреческий словарь > нравиться

См. также в других словарях:

  • αυτός — ή, ό (AM αὐτός, ή, ό) (μσν.νεοελλ. και αὖτός, αὐτόνος, αὐτοῡνος, αὐτεῑνος, ἀτός) (αντων.) Ι. Αντιδιασταλτική, Οριστική (μερικές φορές με το άρθρο ή με το έναρθρο ο ίδιος πρβλ. «αυτός φταίει», «θα βρω αυτή την ίδια», «ὅλοι ἐπαρεδόθησαν κι ὁ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • λείος — α, ο (Α λεῑος, λεία, λεῑον) 1. ομαλός στην επιφάνεια, αυτός δεν είναι τραχύς στην αφή, απαλός (α. «έχει πολύ λείο δέρμα» β. «αἴγειρος ὥς, ἥ... ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο πεφύκῃ λείη», Ομ. Ιλ.) 2. στιλπνός, γυαλιστερός 3. (για τη θάλασσα) ατάραχος …   Dictionary of Greek

  • πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • Μαλαισία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Αποτελείται από δύο ενότητες, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί η Νότια Κινεζική θάλασσα για περίπου 650 χλμ. Το ανατολικό τμήμα συνορεύει B με το Μπρουνέι και N με την Ινδονησία, ενώ βρέχεται B και Δ από την Νότια… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»