Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

αυτοί

  • 41 назло

    επίρ.
    για πείσμα προς, από πείσμα προς, για κακό προς, από κακία προς•

    назло они это сделали мне назло αυτοί το έκαμαν αυτό για να με κακιώσουν (να με σκάσουν).

    Большой русско-греческий словарь > назло

  • 42 натравить

    -авлю, -авишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натравленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω, παρορμώ εξωθώ, υποκινώ, σπρώχνω•

    натравить собак на зверя παρορμώ τα σκυλιά κατά του θηρίου•

    они -ли на него соседа αυτοί παρότρυναν εναντίον του το γείτονα.

    2. δηλητηριάζω μαζικά, εξολοθρεύω, καταστρέφω.
    3. χαράσσω με καυστικό υγρό.

    Большой русско-греческий словарь > натравить

  • 43 обещать

    ρ.δ.κ.σ.
    1. υπόσχομαι•

    он -ал, что придёт αυτός υποσχέθηκε ότι θα έρθει.

    . διαβεβαιώνω.
    2. τάζω παρέχω ελπίδες•

    обещать золотые горы τάζω φούρνους με καρβέλια και λαγούς με πετραχήλια.

    υπόσχομαι. || αλ-ληλούπόσχομαι, δινομε το λόγο σύζευξης•

    они -лись αυτοί έδοσαν το λόγο να παντρευτούν.

    Большой русско-греческий словарь > обещать

  • 44 одинаковый

    επ., βρ: -ков, -а, -о
    όμοιος, ίδιος•

    -не взгляды ίδιες απόψεις•

    они -го роста αυτοί έχουν το ίδιο ανάστημα•

    -ым способом με τον ίδιο τρόπο•

    -го размера ίδιου μεγέθους•

    в -ой мере στον ίδιο βαθμό.

    Большой русско-греческий словарь > одинаковый

  • 45 отречься

    -екусь, -ечшься, -екутся παρλθ. χρ. отркся, отреклась, -лось
    ρ.σ. αρνούμαι, αρνιέμαι• αποποιούμαι, αποστέργω•

    отречься от своих слов αρνούμαι τα λόγια μου.

    || απαρνούμαι•

    они -клись от револиции αυτοί απαρνήθηκαν την επανάσταση•

    отречься от своего мнения απαρνούμαι τη γνώμη μου.

    || παραιτούμαι•

    от престола παραιτούμαι από το θρόνο.

    Большой русско-греческий словарь > отречься

  • 46 отъехать

    -ду, -едешь ρ.σ.
    1. απομακρύνομαι• διανύω• διατρέχω•

    отъехать в сторону αναμερίζω•

    они -ли от деревни километра три αυτοί απομακρύνθηκαν από το χωριό τρία χιλιόμετρα.

    || αναχωρώ, φεύγω, μισεύω.
    2. φεύγω, αφήνω ήσυχο.
    3. (απλ.) βλ. отстать (1 σημ.).
    4. (απλ.) ξεφεύγω από τη θέση, χαλαρώνω.

    Большой русско-греческий словарь > отъехать

  • 47 погодок

    -дка α. διαφορά ενός χρόνου γέννησης (για αδερφό, -ή)•

    они -и αυτοί έχουν διαφορά ηλικίας ενός χρόνου.

    || ενός χρόνου μεγαλύτερος μου, -ρή μου.

    Большой русско-греческий словарь > погодок

  • 48 подрядить

    ρ.σ.μ. παίρνω, μισθώνω, εργολα-βώ•

    подрядить плотников и каменщиков μισθώνω μαραγκούς και χτίστες.

    επιχειρώ, αναλαβαίνω, παίρνω εργολαβία•

    подрядить на постройку здания ανάλαβαίνω εργολαβικά το χτίσιμο της οικοδομής.

    υποχρεώνομαι•

    они -лись возить дрова αυτοί υποχρεώθηκαν να μεταφέρουν καυσόξυλα.

    Большой русско-греческий словарь > подрядить

  • 49 поздний

    -яя, -ее
    επ.
    1. προχωρημένος, περασμένος•

    поздний час περασμένη ώρα•

    они засиделись до -ей ночи αυτοί κάθισαν ως αργά τη νύχτα•

    -яя осень τέλος του Φθινοπώρου.

    || τελευταίος•

    поздний эллинизм η τελευταία ελληνιστική περίοδος•

    поздний романтизм η τελευταία περίοδος του ρωμαντισμού.

    2. καθυστερημένος, αργοπορημένος. || όψιμος•

    -ие цветы όψιμα άνθη.

    || απομακρυσμένος, μακρινός•

    -ие потомки μακρινοί απόγονοι.

    εκφρ.
    самое -ее – το αργότερο.

    Большой русско-греческий словарь > поздний

  • 50 поладить

    ρ.σ. τα φτιάχνω, τα ταιριάζω, αποκτώ καλές σχέσεις• συμφωνώ• συμφιλιώνομαι•

    они не -ли между собой αυτοί δεν τά φτιαξαν μεταξύ τους.

    Большой русско-греческий словарь > поладить

  • 51 понести

    ρ.σ.
    1. μ. βλ. нести (1 σημ.).
    2. μεταφέρω, μετακινώ ταχύτατα, ολοταχώς.
    3. φεύγω με μεγάλη ταχύτητα, καλπάζω.
    4. σηκώνω φέρω• παρασύρω. || τραβώ, σύρω, σέρνω.
    5. φυσώ, μπαίνω (για άνεμο, ψύχος).
    6. υποφέρω, δοκιμάζομαι, υποβάλλομαι σε•

    понести наказание τιμωρούμαι•

    понести поражение νικιέμαι, ηττώμαι•

    они -сли большие потери αυτοί είχαν μεγάλες απώλειες.

    7. αρχίζω να λέγω (ανοησίες, κουταμάρες κ.τ.τ.).
    8. κουβαλώ.
    9. παλ. βλ. забеременеть.
    1. βλ. нестись (1 σημ.).
    2. αναδίδομαι, ξαπλώνομαι, διαχέομαι (για μυρουδιά)

    Большой русско-греческий словарь > понести

  • 52 предать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. предал
    -ла, -ло; προστκ. предай, μτχ. παρλθ. χρ. предавший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. преданный, βρ: -дан, -а, κ. -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. προδίνω• καταδίνω•

    он -ал своего друга αυτός πρόδοσε το φίλο του•

    они -ли интересы народа αυτοί πρόδοσαν τα συμφέροντα του λαού.

    2. παραδίνω•

    предать огню παραδίνω στη φωτιά•

    предать суду παραδίνω στο δικαστήριο•

    предать на жертву προσφέρω θυσία, θυσιάζω•

    предать казни στέλλω για εκτέλεση•

    предать проклятию καταριέμαι•

    предать смерти θανατώνω•

    дух παραδίνω το πνεύμα (πεθαίνω)•

    предать земле ενταφιάζω, θάβω•

    предать огню и мечу καταστρέφω με τη φωτιά και το σίδερο.

    1. παλ. παραδίνομαι•

    предать врагу παραδίνομαι στον εχθρό.

    2. αποδίνομαι, το ρίχνω σε•

    предать удовольствиям το ρίχνω στις απολαύσεις•

    предать музыке αφοσιώνομαι στη μουσική•

    предать мышлениям βυθίζομαι σε σκέψεις.

    Большой русско-греческий словарь > предать

  • 53 прервать

    -рву, -рвшь, παρλθ. χρ. прервал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пр-рванный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ. διακόπτω, κόβω• σταματώ• λύνω•

    учитель вдруг заболел и -ал урок ο δάσκαλος ξαφνικά αρρώστησε και διέκοψε το μάθημα•

    они с нами -ли все связи αυτοί με μας έκοψαν κάθε δεσμό (σχέση)•

    разговор κόβω την κουβέντα•

    прервать молчание λύνω τη σιωπή.

    διακόπτομαι, σταματώ• λύνομαι•

    разговор -лся η συνομιλία διακόπηκε•

    молчание -лась η σιωπή λύθηκε.

    Большой русско-греческий словарь > прервать

  • 54 проговорить

    -рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проговоренный, βρ: -рен, -рена, -рено; ρ.σ.
    1. μ. προφέρω, λέγω.
    2. συνομιλώ, κουβεντιάζω (για ένα χρον. διάστημα)•

    они -ли до утра αυτοί κουβέντιασαν ως το πρωί.

    μου ξεφεύγει κουβέντα, λέξη, λόγος, ακριτο-μυθώ, ακριτολογώ•

    проговорить о своих намерениях προδίνω τους σκοπούς μου.

    Большой русско-греческий словарь > проговорить

  • 55 пятеро

    αριθμητικό αθρσ. πέντε•

    пятеро человек πέντε άνθρωποι•

    пятеро саней πέντε έλκηθρα•

    их было пятеро αυτοί ήταν πέντε.

    Большой русско-греческий словарь > пятеро

  • 56 равный

    επ., βρ: -вен, -вна, -вно
    ίσος, όμοιος•

    -ые силы ίσες δυνάμεις•

    -ой длины, ширины, толщины ίσου μήκους, πλάτους, πάχους•

    быть равный кому-л., в чем-л. είμαι ίσος με κάποιον, σε κάτι• ισούμαι•

    ему нет равного είναι ασύγκριτος, απαράμιλλος•

    -ым образом εξ ίσου, όμοια•

    на -ых основаниях σε ίδια βάση, ίσος προς ίσον•

    относиться как к -ому, обращаться с кем как с -ым σχετίζομαι, συμπεριφέρνομαι ίσος προς ίσον•

    у них -ые способности αυτοί έχουν τις ίδιες ικανότητες.

    Большой русско-греческий словарь > равный

  • 57 разбрестись

    -редтся, -редмся, -ред-тесь, παρλθ. χρ. -рлся, -релась, -релось, μτχ. παρλθ. χρ. разбредшийся
    ρ.σ.
    1. αναχωρώ, φεύγω προς διάφορες κατευθύνσεις (λέγεται για πολλούς)•

    они -лись по домам αυτοί έφυγαν για τα σπίτια τους•

    стадо -лось το κοπάδι σκόρπισε.

    2. μτφ. αποκεντρώνομαι, σκορπίζω, -ομαι•

    мысли у него -лись οι σκέψεις του σκόρπισαν (όιασπάρθηκαν).

    Большой русско-греческий словарь > разбрестись

  • 58 расцеловать

    ρ.σ.μ. καταφιλώ, γεμίζω με φιλιά.
    καταφιλιέμαι•

    они -лись при встрече αυτοί φιλήθηκαν, όταν ανταμώθηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > расцеловать

  • 59 свариться

    ρ.δ. (απλ.) μαλώνω•

    они между собой -лись αυτοί μεταξύ τους μάλωναν.

    Большой русско-греческий словарь > свариться

  • 60 схватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. схваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, συλλαμβάνω, αρπάζω, τσακώνω•

    схватить за руку πιάνω από το χέρι•

    схватить за ворот ή за шиворот πιάνω από το γιακά•

    схватить за горло πιάνω από το λαιμό•

    схватить нож αρπάζω το μαχαίρι•

    -ли беглого συνέλαβαν το δραπέτη•

    его -ла лихорадка τον έπιασε μεγάλος πυρετός•

    схватить болезнь αρπάζω αρρώστια•

    схватить насморк αρπάζω συνάχι.

    2. περιδένω•

    схватить платье в талии лн-точкой πιάνω το φόρεμα στη μέση με κορδελί-τσα.

    3. συνδέω, ενώνω, στεργιώνω.
    4. αμ. σφίγγω, δένω•

    бетон быстро -ло το μπετό έπιασε (έδεσε) γρήγορα.

    5. μτφ. κυριεύω, παίρνω•

    его -ил крепкий сон τον έπιασε βαθύς ύπνος.

    || μτφ. σημειώνω, παρατηρώ, πιάνω.
    6. καταλαβαίνω, εννοώ, αντιλαμβάνομαι γρήγορα•

    схватить основную мысль πιάνω γρήγορα το βασικό νόημα.

    1. πιάνομαι•

    мы -лись за руки εμείς πιαστήκαμε χέρι με χέρι•

    мы -лись за ружья εμείς αρπάξαμε (πήραμε) τα όπλα.

    || κρατιέμαι•

    чтобы не упасть, он -лся за железо για να μην πέσει, αυτός πιάστηκε από τη σιδεριά.

    || μτφ. προσκολλιέμαι, αγκιστρώνομαι•

    он -лся за слово αυτός πιάστηκε από μια λέξη.

    2. μάχομαι, αγωνίζομαι• τσακώνομαι• αρπάζομαι•

    мы -лись в рукопашную εμείς ήρθαμε (πιαστήκαμε) στα χέρια•

    они -ли.сь драться αυτοί αρπάχτηκαν (τσακώθηκαν).

    3. θυμούμαι ξαφνικά.
    4. σηκώνομαι απότομα, αναπηδώ•

    он -лся с кровати αυτός σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι.

    5. σκληρύνομαι, σφίγγω, δένω (για ουσίες).
    εκφρ.
    схватить за голову – τραβώ τα μαλλιά μου (για λάθος μου, αποτυχία,.κακό).

    Большой русско-греческий словарь > схватить

См. также в других словарях:

  • αὑτοί — αὐτοί , αὐτός self masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοί — αὐτός self masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οἵ — ἐξηπάτων καὶ αὐτοὶ ἠπατὴμενοι. — οἵ ἐξηπάτων καὶ αὐτοὶ ἠπατὴμενοι. См. Обманом города берут …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οἵ... ἐξηπάτων καὶ αὐτοὶ ἠπατημένοι. — οἵ... ἐξηπάτων καὶ αὐτοὶ ἠπατημένοι. См. Плут плутом губится …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὔπω πᾶν ἐίρητο ἔπος, ὅτι ἂρ ἤλυθον αὐτοί. — См. Помяни волка, а волк из колка …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • διακόσιοι, -ιες, -ια — αυτοί που απαρτίζονται από δύο εκατοντάδες ή είκοσι δεκάδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καὐτοί — αὐτοί , αὐτός self masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωὐτοί — αὐτοί , αὐτός self masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡυτοί — αὐτοί , αὐτός self masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»