-
1 ασυμβίβαστος
-
2 ἀσυμβίβαστος
-
3 ασυμβίβαστος
η, ο [ος, ον ]1) несовместимый (о характерах); 2) не идущий на компромисс, бескомпромиссный, непримиримый -
4 ασυμβίβαστος
[асимвивастос]εκ. несовместимсый, не допускающий компромиссов,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ασυμβίβαστος
-
5 ασυμβίβαστος
[асимвивастос] επ несовместимсый, не допускающий компромиссов. -
6 ἀσυμβίβαστος
A not to be brought into union, not to be reconciled or harmonized, Eust.1658.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσυμβίβαστος
-
7 ἀσυμβίβαστος
-
8 ασυμβίβαστος
беcкомпромиcенГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ασυμβίβαστος
-
9 ασυμβίβαστος
incompatibleΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ασυμβίβαστος
-
10 incompatible
ασυμβίβαστος -
11 geçimsiz
ασυμβίβαστος, ακοινώνητος, αδιάλλακτος -
12 непримиримый
-
13 ασυμβιβάστως
ἀσυμβίβαστοςnot to be brought into union: adverbialἀσυμβίβαστοςnot to be brought into union: masc /fem acc pl (doric) -
14 ἀσυμβιβάστως
ἀσυμβίβαστοςnot to be brought into union: adverbialἀσυμβίβαστοςnot to be brought into union: masc /fem acc pl (doric) -
15 ασυμβίβαστον
ἀσυμβίβαστοςnot to be brought into union: masc /fem acc sgἀσυμβίβαστοςnot to be brought into union: neut nom /voc /acc sg -
16 ἀσυμβίβαστον
ἀσυμβίβαστοςnot to be brought into union: masc /fem acc sgἀσυμβίβαστοςnot to be brought into union: neut nom /voc /acc sg -
17 несговорчивый
несговорчивыйприл ἀδιάλλακτος, ἀσυμβίβαστος. -
18 несовместимостьый
несовместимость||ыйприл ἀσυμβίβαστος, ἀταίριαστος:\несовместимостьыйые понятия ὁΐ ἀσυμβίβαστες ἔννοιες. -
19 incompatible
[inkəm'pætəbl]1) ((of people) certain to disagree, fight etc.) ασυμβίβαστος2) ((of statements etc) not in agreement with one another.) αντιφατικός• -
20 непримеримый
[*][ναιριμιρίμυή εκ ασυμβίβαστος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀσυμβίβαστος — not to be brought into union masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασυμβίβαστος — η, ο (Μ ἀσυμβίβαστος, ον) αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να συμβιβαστεί, να συνδιαλλαγεί με κάποιον ή κάτι άλλο νεοελλ. 1. απρόσεχτος, δύστροπος 2. το ουδ. ως ουσ. η αδυναμία κρατικού λειτουργού, ιερωμένου, στρατιωτικού κ.λπ. να… … Dictionary of Greek
ασυμβίβαστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν μπορεί να συμβιβαστεί, να συμφωνήσει μ άλλον, αταίριαστος, αδιάλλακτος: Δεν θα καταφέρεις να συνεννοηθείς μαζί του, γιατί είναι άνθρωπος ασυμβίβαστος. 2. ιδιότροπος, στρυφνός: Δεν μπορεί να ταιριάξει με κανέναν,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσυμβιβάστως — ἀσυμβίβαστος not to be brought into union adverbial ἀσυμβίβαστος not to be brought into union masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυμβίβαστον — ἀσυμβίβαστος not to be brought into union masc/fem acc sg ἀσυμβίβαστος not to be brought into union neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Филиппотис, Димитриос — Скульптура «ксилотравстис», напротив Олимпийского стадиона , Афины Димитриос Филиппотис (греч … Википедия
ΟΗΕ — (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών). Διεθνής οργάνωση που έχει ως κύριο σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας μεταξύ όλων των χωρών. Η ιδέα της συγκέντρωσης όλων των χωρών του κόσμου σε μια οργάνωση, που να αποκλείει την προσφυγή στα όπλα για… … Dictionary of Greek
άκρο — το (Α ἄκρον) 1. το ακραίο, το έσχατο ή το υψηλότερο σημείο ενός πράγματος ή τόπου, η άκρη 2. μτφ. το υπέρτατο σημείο, ο ανώτατος βαθμός, το όριο, και νεοελλ. συνεκδ. υπερβολή, ακρότητα νεοελλ. 1. στον πληθ. τα άκρα* (άνω και κάτω), τα ακραία μέλη … Dictionary of Greek
αδιάλλακτος — η, ο (Α ἀδιάλλακτος, ον) 1. αυτός που δεν διαλλάσσεται, δεν δέχεται συμφιλίωση, ασυμβίβαστος. ασυμφιλίωτος, άσπονδος 2. α μετάπειστος, ανένδοτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διαλλάττω. ΠΑΡ. ἀδιαλλαξία, ἀδιαλλακτικότητα] … Dictionary of Greek
αμόνοιαστος — η, ο [μονοιάζω] αυτός που δεν μονοιάζει, δεν ζει σε ομόνοια με άλλους, δύστροπος, φιλόνικος, ασυμβίβαστος … Dictionary of Greek
αντιθεατρικός — ή, ό 1. εχθρός του θεάτρου 2. ασυμβίβαστος με τους κανόνες της θεατρικής τέχνης 3. αντίθετος προς την επιτήδευση και τις υπερβολές … Dictionary of Greek