Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αστόχαστος

См. также в других словарях:

  • ἀστόχαστος — not aimed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστόχαστος — η, ο (AM ἀστόχαστος, ον) νεοελλ. 1. απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος 2. απρόσεχτος, αδέξιος 3. αμέριμνος, ξένοιαστος αρχ. 1. αυτός που δεν είναι σκόπιμος 2. ο απρόβλεπτος 3. όποιος δεν πετυχαίνει τον στόχο …   Dictionary of Greek

  • αστόχαστος — η, ο επίρρ. α ασύνετος, άκριτος, απρόσεχτος: Φάνηκε αστόχαστη και στην περίπτωση αυτή, όπως σ άλλες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀστοχάστοις — ἀστόχαστος not aimed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστοχάστους — ἀστόχαστος not aimed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιανόητος — η, ο (Α ἀδιανόητος, ον) αυτός που δεν συλλαμβάνεται ή δεν μπορεί να συλληφθεί με τη διάνοια, κατά συνέπεια ο ακατανόητος, ο ακατάληπτος αρχ. 1. αυτός που δεν καταλαβαίνει, που δεν σκέπτεται 2. μωρός, ανόητος 3. απερίσκεπτος, αστόχαστος. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • αλόγιαστος — η, ο ο ασυλλόγιστος, αστόχαστος 2. απρόβλεπτος, αναπάντεχος 3. ανυπολόγιστος, αμέτρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λογιαστός < λογιάζω] …   Dictionary of Greek

  • αλόγιστος — η, ο (Α ἀλόγιστος, ον) αυτός που δεν συλλογίζεται, ασυλλόγιστος, απερίσκεπτος, αστόχαστος αρχ. 1. αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί, αόριστος, ακαθόριστος 2. αυτός που δεν αξίζει να ληφθεί υπ’ όψιν, φαύλος, ποταπός, τιποτένιος 3. το ουδ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

  • ανόητος — η, ο (Α ἀνόητος, ον) 1. (για ανθρώπους) αστόχαστος, αυτός που δεν έχει μυαλό, δεν είναι σέ θέση να σκεφθεί ή να καταλάβει 2. (για λόγια ή πράξεις) ασύνετος, ασυλλόγιστος, απερίσκεπτος αρχ. 1. (παθ. σημ.) αυτός για τον οποίο δέν έγινε ή δεν μπορεί …   Dictionary of Greek

  • απερίσκεπτος — κ. απερίσκεφτος, η, ο (AM ἀπερίσκεπτος, ον) ασυλλόγιστος, αστόχαστος …   Dictionary of Greek

  • απρόσκοπος — (I) ἀπρόσκοπος, ον (Α) [προσκοπώ] 1. αυτός που δεν προβλέπει, μη προορατικός, αστόχαστος 2. ανεξερεύνητος, άγνωστος 3. απροσδόκητος. (II) ἀπρόσκοπος, ον (Α) [προσκόπτω] 1. αυτός που δεν προσκόπτει, που δεν σκοντάφτει 2. άμεμπτος, αθώος 3.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»