-
1 απερίσκεπτος
[апэрискепгос]εκ.необдуманный, неосмотрительный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απερίσκεπτος
-
2 необдуманный
-
3 неразумный
-
4 неосмотрительностьый
неосмотрительность||ыйприл ἀπερίσκεπτος, ἀπρόσεκτος, ἀσύνετος, ἀστόχαστος:\неосмотрительностьыйый человек ἀσύνετος (или ἀπερίσκεπτος) ἀνθρωπος· \неосмотрительностьыйый поступок ἡ ἀπροσεξία, ἡ ἀστόχαστη πράξη. -
5 безрассудный
безрассу́д||ныйприл ἀπερίσκεπτος, ἀσύνετος, ἀλόγιστος. -
6 безумец
безу́м||ецм1. ὁ παράφρονας [-ων], ὁ τρελλός;2. (безрассудный человек) ὁ ἄλογος, ὁ παράλογος, ὁ ἀπερίσκεπτος. -
7 безумный
безу́м||ныйприл1. τρελλός, παράφρων, παράφορος;2. (безрассудный) ἀπερίσκεπτος. -
8 бесшабашный
бесшабашныйприл1. (беспечный) ἀμέριμνος» ξέ(γ)νοιαστος, ἀπερίσκεπτος;2. (отчаянный) παράτολμος, ριψοκίνδυνος. -
9 легкомысленный
легкомысл||енныйприл ἐπιπόλαιος, ἐλαφρόμυαλος (о человеке)! ἀπερίσκεπτος, ἀστόχαστος (о поступке). -
10 неблагоразумный
неблагоразумныйприл ἀπερίσκεπτος, ἀσύνετος, ἀστόχαστος. -
11 необдуманный
необду́манныйприл ἀστόχαστος, ἀσυλλόγιστος, ἀπερίσκεπτος. -
12 неосторожностьый
неосторожность||ыйприл ἀπρόσεκτος, ἀσύνετος / ἀπερίσκεπτος (неосмотрительный). -
13 непродуманный
непродуманныйприл ἄσκεφτος, ἀσυλ-λόγιστος, ἀπερίσκεπτος, ἀστόχαστος / πρόχειρος (о докладе). -
14 неразумный
неразумныйприл παράλογος, ἀστόχαστος, ἄλογος, ἀπερίσκεπτος. -
15 нерасчетливый
нерасчетлив||ыйприл1. σπάταλος, μή οίκονόμος·2. (непредусмотрительный) ἀπρονόητος, ἀπερίσκεπτος. -
16 опрометчнвый
опрометчнв||ыйприл ἀπερίσκεπτος, ἀστόχαστος, ἀλόγιστος/ ἀπρόσεκτος (неосмотрительный). -
17 отчаянный
отчаянн||ыйприл1. ἀπεγνωσμένος, γεμάτος ἀπόγνωση·2. (безвыходный) разг ἀπελπιστικός:\отчаянныйое положение ἡ ἀπελπιστική κατάσταση·3. (безрассудно смелый) παράτολμος, ἀπερίσκεπτος, ριψοκίνδυνος:\отчаянныйый человек ὁ ριψοκίνδυνος ἀνθρωπος·4. (со страстью отдающийся чему-л.) δεινός, μανιώδης:\отчаянныйый картежник ὁ δεινός χαρτοπαίκτης·5. (чрезвычайный, сильный) разг φρικτός, φοβερός:\отчаянныйая боль ὁ φρικτός πόνος· ◊ оказывать \отчаянныйое сопротивление προβάλλω ἀπεγνωσμένη ἀντίσταση· \отчаянныйая погода ὁ παλιόκαιρος, ὁ ἄθλιος καιρός. -
18 бесшабашный
[μπισσαμπάσνυϊ] επ. απερίσκεπτος -
19 неблагоразумный
[νιμπλαγκαραζούμνυΐ] εκ. απερίσκεπτος -
20 необдуманный
[νιαμπντούμαννυϊ] εκ. αστόχαστος, απερίσκεπτος
См. также в других словарях:
ἀπερίσκεπτος — inconsiderate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απερίσκεπτος — κ. απερίσκεφτος, η, ο (AM ἀπερίσκεπτος, ον) ασυλλόγιστος, αστόχαστος … Dictionary of Greek
απερίσκεπτος — η, ο επίρρ. α και φτος, η, ο επίρρ. α αυτός που ενεργεί χωρίς περίσκεψη, ασύνετος, επιπόλαιος: Πολλές ενέργειες της ζωής μας είναι απερίσκεπτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπερισκεπτότερον — ἀπερίσκεπτος inconsiderate adverbial comp ἀπερίσκεπτος inconsiderate masc acc comp sg ἀπερίσκεπτος inconsiderate neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερισκέπτως — ἀπερίσκεπτος inconsiderate adverbial ἀπερίσκεπτος inconsiderate masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερίσκεπτον — ἀπερίσκεπτος inconsiderate masc/fem acc sg ἀπερίσκεπτος inconsiderate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερισκέπτοις — ἀπερίσκεπτος inconsiderate masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερισκέπτου — ἀπερίσκεπτος inconsiderate masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερισκέπτους — ἀπερίσκεπτος inconsiderate masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερισκέπτων — ἀπερίσκεπτος inconsiderate masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερισκέπτῳ — ἀπερίσκεπτος inconsiderate masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)