-
21 ἀσκεπές
-
22 открытый
1. (геод., мат., мед.) ανοι-κτ/ός- фонтан (газов нефти и т.п.) η βίαιη έξοδος/ανά-βλυση (των αερίων, του πετρελαίου2. (ничем не замаскированный, нескрываемый) ακάλυπτος, απροστάτευτος 3. (доступный для всех) ανοικτός, ελεύθερος 4. (не имеющий покрытия сверху и с боков) ασκέπαστος, ακάλυπτος, ασκεπής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > открытый
-
23 голова
голов||аж1. прям., перен ἡ κεφαλή, τό κεφάλι:с непокрытой \головаой ἀσκεπής, ξεσκούφωτος· светлая \голова перен φωτεινός νοῦς, (ρωτεινό μυαλό· пустая \голова ὁ κουφιοκέφαλος, ὁ κουφιοκεφαλάκης· горячая \голова перен ὁ θερμόαιμος' с ясной \головао́й νηφάλια, μέ καθαρό μυαλό· кивать \головао́й κατανεύω·2. (единица счета скота) τό κεφάλί3. (руководитель, начальник) ὁ ἐπί κεφαλής, ἡ κεφαλή, ὁ ἀρχηγός:городской \голова ист. ὁ δήμαρχος, ὁ πρόεδρος τοῦ δημοτικοῦ συμβουλίου· ◊ \голова сахару ἕνα κεφάλι ζάχαρη· \голова идет кру́гом τά χάνω, σαστίζω· у него закружилась \голова ζαλίστηκε· у нее закружилась \голова от успеха ἀπό τήν ἐπιτυχία πήραν τά μυαλά της ἀέρα· с \головаы́ до ног ἀπό τήν κορυφή ὡς τά νύχια· валить с больной \головаы на здоровую φορτώνω τά σφάλματα μου σέ ἄλλον в первую голову πρίν ἀπ' ὅλα, πρώτιστα· мне пришло в голову μοῦ ήρθε στό μυαλό, μοῦ κατέβηκε· вбить (или забрать) себе в голову βάζω στό κεφάλι μου, βάζω στό νοῦ μου· выкинуть из \головаы βγάζω ἀπ'τό νοῦ μου· разбить на голову συντρίβω ὁλοκληρωτικά, τσακίζω κατακέφαλα· терять голову χάνω τά λογικά μου· ломать голову над чем-л. σπάνω τό κεφάλι μου νά· вскружить голову кому́-л. ξεμυαλίζω κάποιον· морочить кому́-л. голову ζαλίζω, σκοτίζω, τσατίζω κάποιον забивать кому́-л. голову φουσκώνω τά μυαλά κάποιού намылить кому́-л. го́лоиу βάζω γερή κατσάδα σέ κάποιον голову даю на отсечение что... κόβω τό κεφάλι μου πώς...· повесить голову χάνω τό θάρρος μου· сложить голову σκοτώνομαι στή μάχη, δίνω τή ζωή μου· на свою голову στήν καμπούρα μου, ἀπάνω μου1 сломя голову πολύ γρήγορα· очертя голову μέσ' τά ὅλα, ριψοκινδυνεύοντας τά πάντα· иметь голову на плечах εἶμαι στά λογικά μου, εἶμαι στά καλά μου· вино́ ударило ему́ в голову τό κρασί τον χτύπησε στό κεφάλι· как снег на голову (появиться, свалиться) ἐξαφνα, ξαφνικά, ἀναπάντεχα· снявши голову по волосам не плачут погов. ὁ βρεγμένος τή βροχή δέν τή φοβάται· окунуться (или уйти) с \головао́й во что́-л. ρίχνομαι μέ τά μούτρα· быть \головао́й выше кого́-л. στέκομαι ἕνα κεφάλι πιό ψηλά ἀπό κάποιον ручаться \головао́й ἐγγυώμαι προσωπικά, βάζω τό κεφάλι μου· отвечать \головао́й εἶμαι ὑπεύθυνος μέ τή ζωή μου· поплатиться \головаой πληρώνω μέ τή ζωή μου,· πληρώνω μέ τό κεφάλι μου· рисковать \головао́й παίζω τό κεφάλι μου, ριψοκινδυνεύω τή ζωή μου· выдать себя с \головао́й ξεσκεπάζομαι, ἀποκαλύπτομαι· биться \головао́й о стен(к)у χτυπιέμαι, χτυπῶ τό κεφάλι μου στον τοίχο· в \головаах στό προσκέφαλο· сколько голов, столько умо́в погов. ὁ καθένας μέ τό χαβᾶ του. -
24 обнажать
обнаж||атьнесов1. (ἀπο)γυμνώνω, ξεγυμνώνω:\обнажать голову βγάζω τό καπέλλο μου, μένω ἀσκεπής· ветер \обнажатьйл деревья ὁ ἄνεμος ξεγύμνωσε τά δένδρα·2. (делать видимым, доступным) ἀποκαλύπτω, ἀφήνω ἀκάλυπτο:\обнажать саблю ξεσπαθώνω, τραβώ τό σπαθί μου· \обнажать нерв ἀποκαλύπτω τό νεΰρο[ν]· \обнажать фланги воен. ἀφήνω ἀκάλυπτα τά πλευρά·3. перен φανερώνω, ἀποκαλύπτω, βγάζω στά φανερά:\обнажать противоречия ἀποκαλύπτω τίς ἀντιθέσεις. -
25 обнаженный
обнаж||енный1. прич. от обнажить-2. прил γυμνός:с \обнаженныйенной головой ἀσκεπής, ξεσκούφωτος· с \обнаженныйеннымп ногами ξυπόλητος, γυμνόπους· \обнаженныйенная натура жив. τό γυμνό·. -
26 оголенный
огол||енный1. прич. от оголить·2. прил прям., перен γυμνός, ἀπογυμνωμένος:с \оголенныйенной головой ξεσκούφωτος, ἀσκεπής· \оголенныйенная земля τό γυμνό ἐδαφος. -
27 простоволосый
простоволосыйприл ξεσκούφωτος, ἀσκεπης. -
28 шапка
шап||каж τό καπέλλο:без \шапкаки ἀσκεπής· ◊ \шапка волос τά πυκνά μαλλιά· получить по \шапкаке τρώγω καρπαζιά· на воре \шапка горит ὀποιος ἐχει τή μύγα μυγιάζεται· \шапканевидимка (в сказке) τό θαυματουργό καπέλλο. -
29 шляпа
шляп||аж1. τό καπέλλο:мужская \шляпа ἡ ρεμπούμπλικα· фетровая \шляпа τό βελούδινο καπέλλο· соломенная \шляпа τό ψάθινο καπέλλο, τό ψαθάκι· снять (надеть) \шляпау βγάζω (βάζω) τό καπέλλο μου· ходить в \шляпае φορώ καπέλλο· без \шляпаы χωρίς καπέλλο, ἀσκεπής·2. (о человеке) разг ὁ χαλβας, ὁ μάπας· ◊ дело в \шляпае ἡ δουλειά εἶναι τελειωμένη. -
30 άσκεπος
-
31 ασκεπούς
-
32 ἀσκεποῦς
-
33 ασκεπών
-
34 ἀσκεπῶν
-
35 ασκεπέας
-
36 ἀσκεπέας
-
37 ασκεπέες
-
38 ἀσκεπέες
-
39 ασκεπέος
-
40 ἀσκεπέος
См. также в других словарях:
ἀσκεπής — not covering masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασκεπής — (AM ἀσκεπής, ές) 1. ο ασκέπαστος, ο ακάλυπτος 2. αυτός που έχει ακάλυπτο το κεφάλι του. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκεπής < σκέπας, σκέπος] … Dictionary of Greek
ασκεπής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που δεν έχει κάλυμμα στο κεφάλι, ξεσκούφωτος: Στάθηκαν ασκεπείς και σταυροκοπήθηκαν, για να περάσει η κηδεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσκεπῆ — ἀσκεπής not covering neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀσκεπής not covering masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀσκεπής not covering masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκεπεῖ — ἀσκεπής not covering masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀσκεπής not covering masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκεπεῖς — ἀσκεπής not covering masc/fem acc pl ἀσκεπής not covering masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκεπέα — ἀσκεπής not covering neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀσκεπής not covering masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκεπές — ἀσκεπής not covering masc/fem voc sg ἀσκεπής not covering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκεποῦς — ἀσκεπής not covering masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκεπέας — ἀσκεπής not covering masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκεπέες — ἀσκεπής not covering masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)