-
1 ασκεπης
-
2 ασκεπής
ης, ες1) непокрытый, с обнажённой головой; 2) см. ασκέπαστος -
3 ασκεπος
-
4 άσκεπος
См. также в других словарях:
ἀσκεπής — not covering masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασκεπής — (AM ἀσκεπής, ές) 1. ο ασκέπαστος, ο ακάλυπτος 2. αυτός που έχει ακάλυπτο το κεφάλι του. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκεπής < σκέπας, σκέπος] … Dictionary of Greek
ασκεπής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που δεν έχει κάλυμμα στο κεφάλι, ξεσκούφωτος: Στάθηκαν ασκεπείς και σταυροκοπήθηκαν, για να περάσει η κηδεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσκεπῆ — ἀσκεπής not covering neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀσκεπής not covering masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀσκεπής not covering masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκεπεῖ — ἀσκεπής not covering masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀσκεπής not covering masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκεπεῖς — ἀσκεπής not covering masc/fem acc pl ἀσκεπής not covering masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκεπέα — ἀσκεπής not covering neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀσκεπής not covering masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκεπές — ἀσκεπής not covering masc/fem voc sg ἀσκεπής not covering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκεποῦς — ἀσκεπής not covering masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκεπέας — ἀσκεπής not covering masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκεπέες — ἀσκεπής not covering masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)