-
1 неприметный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. απαρατήρητος• δυσδιάκριτος. || ασήμαντος, ανεπαίσθητος• ελάχιστος•-ая разница ελάχιστη διαφορά.
2. ασήμαντος, αφανής•неприметный человек ασήμαντος άνθρωπος (ανθρωπάριο).
-
2 пустой
1. мат. κεν/ός 2. (ничем не заполненный) άδειος, κενός 3. (полый) κούφιος 4. (не занятый) άδειος, ελεύθερος 5. (нежилой, незаселённый, безлюдный) έρημος, ακατοίκητος 6 (свободный) ελεύθερος 7. (неоснователь-ный, лишенный серьезного значения) αβάσιμος, ασήμαντος 8. (бессодержательный) χωρίς περιεχόμενο 9 (незначительный, ничтожный) ασήμαντος, τιποτένιος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пустой
-
3 незаметный
-
4 незначительный
-
5 низкий
-
6 незначительностьый
незначительность||ыйприл1. (небольшой) ἀσήμαντος, μικρός / εὐτελής (о сумме):\незначительностьыйое большинство́ ἡ ἀσήμαντη πλειοψηφία· \незначительностьыйые результаты τά πενιχρά ἀποτελέσματα·2. (маловажный, тж. посредственный) ἀσήμαντος, ἄσημος, μηδαμινός:\незначительностьыйое лицо́ τό ἀσήμαντο πρόσωπο· \незначительностьыйый факт τό ἐπουσιώδες γεγονός. -
7 маленький
επ.1. μικρός•маленький дом μικρό σπίτι.
|| κοντός•-ое пальто κοντό πανωφόρι.
|| χαμηλός•маленький человек κοντός άνθρωπος.
|| σύντομος•-ая речь μικρός λόγος (ομιλία).
|| ολιγάριθμος•маленький отряд μικρό τμήμα.
2. άσημος, ασήμαντος•-ая роль μικρός ρόλος•
-ая перемена μικρή αλλαγή•
я маленький человек εγώ είμαι, ασήμαντος άνθρωπος.
3. ανήλικος•-ие дети μικρά! παιδιά.
ουσ. -ий, -ая μικρός•маленький плачет το μικρό κλαίει•
-ие и большие μικροί κάι μεγάλοι.
εκφρ.по -ой играть – (χαρτπ.) παίζω με λίγα χρήματα, βάζω λίγα στο χαρτί•по -ой выпить – πίνω από λίγο, κουτσοπίνω•маленький да удаленький – μικρός, αλλά θαυμαστός. -
8 невысокий
επ., βρ: -сок, -сока, -соко, πλθ. -соки.1. χαμηλός κοντός• βραχύς•невысокий дом χα-μη|λό σπίτι•
невысокий человек κοντός άνθρωπος.
2. μικρός, ασήμαντος•-ая температура χαμηλή θερμοκρασία•
-ое давление μικρή πίεση•
-ая плата χαμηλός μισθός.
3. μέσος, μεσαίος, μέτριος•-ое качество μέση ποιότητα•
-ая квалификация μέση ειδίκευση.
4. ασήμαντος, αναξιόλογος.εκφρ.- ая грудь – ίσιο στήθος, πλακέ•невысокий лоб – στενό μέτωπο. -
9 тёмный
επ., βρ: тмен, темна, темно κ. (απλ.) темно.1. σκοτεινός•-ая ночь σκοτεινή (σκοταδερή) νύχτα•
-ая комната σκοτεινό δωμάτιο•
-ое царство το σκοτεινό βασίλειο•
тёмный очень тёмный ζοφερός, θεοσκότεινος.
2. σκούρος, αμαυρός, μαυριδερός•-ые волосы σκούρα μαλλιά•
-ое платье σκούρο φόρεμα.
|| βαθύχρωμος.3. μτφ. μαύρος, άχαρος, δύστυχος•-ые годы фашистской оккупации τα μαύρα χρόνια της φασιστικής κατοχής.
4. κακός, φαύλος-άσχημος•-ке деяния σκοτεινά έργα•
-ые мысли σκοτεινές σκέψεις•
-ые дела σκοτεινές υποθέσεις.
5. ασαφής, ακατάληπτος, ακατανόητος, θολός•-ые места в книге σκοτεινά σημεία στο βιβλίο•
-ые намки σκοτεινοί (ακαθόριστοι) υπαινιγμοί.
|| παλ. άγνωστος, ασήμαντος, απλός•тёмный человек ασήμαντος άνθρωπος.
6. μτφ. αγράμματος, απολίτιστος, καθυστερημένος.7. ουσ. -ая θ. σκοτεινό κρατητήριο, το μπουντρούμι.εκφρ.- ая мука – το χοντράλευρο•- ое пятно – μαύρη κηλίδα ή στίγμα (καταισχύνη)•- ым-темно – θεοσκόταδο, τρισκόταδο, ζόφος, έρεβος•от темна до темна; с темна до темна – (απλ.) από τη νύχτα το πρωί ως τη νύχτα το βράδυ•темна вода во облацех – θολό νόημα, ασαφές, ακατάληπτο. -
10 незначительность
το ασήμαντοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > незначительность
-
11 бессодержательный
бессодержательн||ыйприл χωρίς περιεχόμενο, κενός, ἀσήμαντος:\бессодержательныйая болтовня ἡ ἀσήμαντη φλυαρία. -
12 грошовый
грош||овыйприл разг ἄσημος, ἀσήμαντος/ τιποτένιος (ничтожный):\грошовыйо́вая цена ἡ εὐτελής (или ἡ τιποτένια) τιμή· \грошовыйо́вая вещь πράγμα μιας δεκάρας, ἀσήμαντο πράγμα. -
13 маленький
маленьк||ийприл1. μικρός, μικρούτσικος:человек \маленькийого роста κοντός ἀνθρωπος·2. (незначительный) ἄσημος, ἀσήμαντος:\маленькийое расстояние ἡ μικρή ἀπόσταση [-ις]· он человек \маленький ἄσημος ἄνθρωπος, τό ἀσήμαντο πρόσωπο·3. (малолетний) μικρός, ἀνήλικος:\маленькийие дети τά ἀνήλικα παιδιά· ◊ \маленький, да удаленький погов. μικρός ἀλλά θαυματουργός. -
14 маловажный
маловажныйприл μικρής σημασίας, ἀσήμαντος. -
15 малозаметный
малозаметныйприл1. δυσδιάκριτος·2. перен συνηθισμένος, ἀσήμαντος. -
16 малозначащий
малозначащий, малозначительныйприл ἀσήμαντος, ἄσημος, ὁ μικράς σημασίας. -
17 малозначительный
малозначащий, малозначительныйприл ἀσήμαντος, ἄσημος, ὁ μικράς σημασίας. -
18 мелочный
мелочн||ыйприл ἀσήμαντος, τιποτένιος (незначительный)/ φτηνός (дешевый):\мелочныйые интересы τά περιορισμένα ἐνδιαφέροντα· \мелочныйые придирки οἱ ἐνοχλήσεις γιά τιποτένια πρά(γ)ματα· \мелочныйый человек ὁ φτηνός (или ὁ μικρολο-γος) ἀνθρωπος. -
19 небольшой
небольш||ойприл μικρός / (ό)λίγος (по количеству)/ ἀσήμαντος (незначительный):привезли́ книги в \небольшойо́м количестве ἐφεραν λίγα βιβλία· \небольшойая высота τό μικρό ὕψος· \небольшойо́е расстояние κοντινή ἀπόσταση· \небольшой перерыв τό μικρό διάλειμμα· \небольшой срок σύντομο χρονικό διάστημα· \небольшойая разница ἀσήμαντη διαφορά· ◊ с \небольшойи́м καί κάτι παραπάνω, καί λίγο παραπάνω· тридцать рублей с \небольшойи́м τριάντα ρούβλια καί κάτι. -
20 неважный
неважн||ыйприл1. разг ἄσχημος, ὄχι καλός (не вполне хороший)/ μέτριος (посредственный)·2. (несущественный) ἀσήμαντος, ἀνάξιος προσοχής.
См. также в других словарях:
ἀσήμαντος — without leader masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασήμαντος — η, ο (AM ἀσήμαντος, ον) νεοελλ. ο ανάξιος λόγου, ο μηδαμινός αρχ. 1. αυτός που δεν έχει αρχηγό, ο αφύλακτος 2. αυτός που δεν έχει διακριτικό σημάδι 3. ο σκοτεινός, ο ακατάληπτος 4. ο χωρίς σημασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σημαίνω < σήμα… … Dictionary of Greek
ασήμαντος — η, ο αυτός που δεν είναι σημαντικός, ανάξιος λόγου, τιποτένιος: Ήταν ασήμαντος, αλλά παράσταινε το σπουδαίο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσημάντως — ἀσήμαντος without leader adverbial ἀσήμαντος without leader masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσήμαντον — ἀσήμαντος without leader masc/fem acc sg ἀσήμαντος without leader neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσημάντοιο — ἀσήμαντος without leader masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσημάντοις — ἀσήμαντος without leader masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσημάντοισι — ἀσήμαντος without leader masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσημάντοισιν — ἀσήμαντος without leader masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσημάντου — ἀσήμαντος without leader masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσημάντους — ἀσήμαντος without leader masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)