-
1 нравиться
нравиться αρέσ(κ)ω· мне (не) \нравитьсяся... (δε) μ' αρέσει...· \нравитьсяся ли вам...? σας αρέσει...;* * *мне (не) нра́вится… — (δε) μ'αρέσει…
нра́вится ли вам...? — σας αρέσει…
-
2 нравиться
нрави||тьсянесов ἀρέσ(κ)ω, εὐχαριστώ:мне не \нравитьсятся эта пьеса δέν μοῦ ἀρέσει αὐτό τό θεατρικό ἐργο· \нравитьсятся ли вам эта книга? σᾶς ἀρέσει αὐτό τό βιβλίο;· он мне никогда не \нравитьсялся (αὐτός) δέν μοῦ ἄρεσε ποτέ. -
3 ἐπήρεια
Grammatical information: f.Meaning: `bad treatment, offence, threat' (Att.).Derivatives: ἐπηρεάζω (- ει- IG 5 [2]: 6, 46, Tegea IVa) `treat presumptuously, revile, threat' (Hdt., Att., Arc.) with ἐπηρεασμός (Arist.), - αστής (Sm., pap.), - αστικός ( Com. Adesp. 202 u. a.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Abstract of an adjective *ἐπ-ηρής, usually connected with ἀρειή, ἀρή (s. vv.) but in detail unclear. Acc. to Wackernagel KZ 33, 57 = Kl. Schr. 1, 736 with lengthening in compounds from *ἔρος, which he finds in ἐρεσχηλέω (s. v.). Fraenkel Nom. ag. 1, 109 n. 3 considers *ἔρος as full grade of ἀπ-αρές, ἄρος (s. ἀρή), ἀρειή (\< *ἀρεσ-ιά̄), Ἄρης [hardly possible}. Blanc RPh 71 (1997)159 thinks the basic meaning is `want to find difficulties' and connects ἐρέθω, ἐρεθίζω; no details.Page in Frisk: 1,535Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐπήρεια
См. также в других словарях:
θεάρεστος — η, ο (AM θεάρεστος, ον) 1. (για πράξεις) αρεστός στον θεό, αγαθοεργός, ευσεβής («θεάρεστο έργο») 2. (για ανθρώπους) ευσεβής, άνθρωπος που τα έργα του ευχαριστούν τον θεό. επίρρ... θεαρέστως και θεάρεστα (Μ θεαρέστως και θεάρεστα) όπως αρέσει στον … Dictionary of Greek