-
101 Διδυμαιος
-
102 δρομαιος
3 и 21) бегущий, мчащийся(λαγώς Xen.)
ἴχνη δρομαῖα Xen. — следы бегущего зверя;δ. κάμηλος Plut. — дромадер;δ. βάς Soph. — прибежавший2) быстрый, проворный(πῶλος Eur.; νεφέλη, πτέρυξ Arph.)
3) покровительствующий беговым состязаниям(Ἀπόλλων Plut.)
-
103 εκηβολος
дор. ἑκᾱβόλος 2[ἑκάς] далеко мечущий, издали разящий, по друг. [ἕκητι] поражающий любую цель, метко разящий(Ἀπόλλων Hom., HH., Soph.; Ἄρτεμις Soph.; τόξα Aesch.; χέρες, σφενδόναι Eur.; βέλη Polyb.; ἄνδρες Plut.)
-
104 ελεφαιρομαι
1) вводить в заблуждение, обманом завлекатьοὐκ Ἀθηναίην ἐλεφηράμενος λαθ΄ Ἀπόλλων Τυδείδην Hom. — от Афины не ускользнула хитрость, которой Аполлон хотел погубить Тидида2) уничтожать, губить(φῦλ΄ ἀνθρώπων Hes.)
-
105 εμφανης
21) явный, зримый, видимый, очевидный(τινι Eur., Arph.; ποιεῖν ἐμφανῆ τὰ ἀποκεκρυμμένα Arst.)
ἕδ΄ ἐ. Eur. — вот он налицо;ἐμφανῆ καταστῆσαι τὰ χρήματα Dem. — представить неопровержимые доказательства;εἰς τοὐμφανὲς ἰέναι Xen. — становиться очевидным, обнаруживаться;οὐδαμοῦ τιμαῖς Ἀπόλλων ἐ. Soph. — нигде не видно, чтобы воздавались почести Аполлону2) действительный, подлинный, бесспорный(τέκμαρ Aesch. и τεκμήρια Soph.; κτήματα Xen.)
3) открытый, прямой, ясный(λόγος Thuc.)
ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς Xen., ἐμφανέος Her. и ἐν τῷ ἐμφανεῖ Thuc., Xen. — явно, открыто;βίᾳ ἐμφανεῖ Thuc. — путем прямого насилия4) (обще)известный(τὰ κερυχθέντα Soph.)
τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μέ γινωσκόμενα τεκμαίρεσθαι Her. — умозаключать от известного к неизвестному5) известный, выдающийся(ἀνέρ ἐ. Αἰγύπτιος Diod.)
-
106 εντορευω
вытачивать, высекать, вырезать(αἴλουρον τῇ ἁψῖδι Plut.: Ἀπόλλων ἐντετορευμένος Luc.)
-
107 επικλοπος
21) воровской, лукавый, хитрый, коварный(κερδαλέος καὴ ἐ. Hom.; ἦθος Hes.; παῖς Διός, sc. Ἀπόλλων Aesch.)
ἐ. μύθων Hom. — хитро говорящий2) ловкий, искусныйἐ. τόξων Hom. — искусно владеющий луком -
108 ευβους
-
109 ευλαλος
-
110 ευλυρος
-
111 ευρυφαρετρας
-
112 ευρυφαρετρος...
-
113 ευυμνος
-
114 ευφαρετρας
-
115 ζαθεος
3 и 2целиком отданный божеству, божественный, священный(Κίλλα Hom.; Ἰσθμός Pind.; Ὤλενος Aesch.; Κρήτα Eur.; ἄνεμοι Hes.; ποταμοί, μολπαί Arph.; κεφαλή, Ἀπόλλων Anth.)
-
116 Ζηνοδοτηρ
-
117 Ζηνοφρων
-
118 ζωογονος
-
119 ηδυεπης
дор. ἁδυεπής 21) сладкоречивый(Νέστωρ Hom.)
2) сладостный, сладкозвучный(φάτις Διός Soph.; λύρα, ὕμνος Pind.; Ἀπόλλων Anth.)
-
120 ηδυφρων
См. также в других словарях:
ἁπόλλων — ἀπόλλων , ἀπό λάω 1 imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἀπόλλων , ἀπό λάω 1 imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀπόλλων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀπόλλων' — Ἀπόλλωνα , Ἀπόλλων masc acc sg Ἀπόλλωνι , Ἀπόλλων masc dat sg Ἀπόλλωνε , Ἀπόλλων masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Απόλλων — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 27 Απριλίου 1932. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 19, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος 18. H… … Dictionary of Greek
Ἀπολλῶν — Ἀπολλώ fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολλῶν — ἀπολούω wash off pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόλλων — ἀπό λάω 1 imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἀπό λάω 1 imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μάικοφ, Απόλλων Νικολάγεβιτς — (Apollon Nikolayevich Maikov, Μόσχα 1821 – Αγία Πετρούπολη 1897). Ρώσος ποιητής. Γιος ζωγράφου, μελέτησε από παιδί την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα και έπλασε μια λυρική ποίηση μεγάλης ακρίβειας στην πλαστική έκφραση και διαποτισμένη από αναμνήσεις,… … Dictionary of Greek
Πιομπίνο Απόλλων — Ονομασία χάλκινου αγάλματος γυμνού άνδρα που βρέθηκε στη θάλασσα του Πιομπίνο (απέναντι από το νησί Έλβα) το 1832. Έχει ύψος 1,15 μ. Σύμφωνα με μια άποψη το άγαλμα είναι αντίγραφο ενός από τα δύο αγάλματα που φιλοτέχνησε ο Κάναχος για τον ναό του … Dictionary of Greek
Τάμαν, Γκούσταβ Χένριχ Γιόχαν Απόλλων — (Tamman, 1861 – 1938). Γερμανός φυσικοχημικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Ντερπ (σημερινό Τάρτου), στο οποίο αργότερα δίδαξε ως καθηγητής. Διετέλεσε επίσης καθηγητής και στο πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν. Διαπίστωσε ότι τα διαλύματα με ίδια… … Dictionary of Greek
Аполлон, божество — (Άπόλλων). Между божествами древнего греческого мира А. является в этическом смысле наиболее выработанным, так сказать, одухотворенным. Культ его, в особенности в дорийских государствах, много способствовал смягчению нравов, упрочению и почитанию … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона