Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

απρόοπτος

См. также в других словарях:

  • ἀπρόοπτος — unforeseen masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απρόοπτος — η, ο (AM ἀπρόοπτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει προβλεφθεί ή δεν μπορεί να προβλεφθεί, απροσδόκητος 2. φρ. «ἐξ ἀπροόπτου» ξαφνικά, απροσδόκητα αρχ. μσν. επίρρ. ἀπροόπτως ξαφνικά, απροσδόκητα μσν. (επίρρ., ως) χωρίς πρόβλεψη, ασύνετα αρχ. ο μη… …   Dictionary of Greek

  • απρόοπτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν προβλέφτηκε ή δεν μπορούσε να προβλεφτεί: Ήταν τόσο απρόοπτο αυτό που συνέβη ώστε βρέθηκαν εντελώς απροετοίμαστοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπροόπτως — ἀπρόοπτος unforeseen adverbial ἀπρόοπτος unforeseen masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρόοπτον — ἀπρόοπτος unforeseen masc/fem acc sg ἀπρόοπτος unforeseen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροόπτοις — ἀπρόοπτος unforeseen masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροόπτου — ἀπρόοπτος unforeseen masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροόπτους — ἀπρόοπτος unforeseen masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροόπτῳ — ἀπρόοπτος unforeseen masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρόοπτα — ἀπρόοπτος unforeseen neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρόοπτοι — ἀπρόοπτος unforeseen masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»