Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

απροκάλυπτος

  • 1 απροκάλυπτος

    η, ο [ος, ον]
    1) неприкрытый, незащищённый; 2) откровенный, открытый;

    απροκάλυπτοςη έχθρα — открытая вражда

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > απροκάλυπτος

  • 2 απροκάλυπτος

    [апрокалиптос]εκ. неприкрытый, явный,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απροκάλυπτος

  • 3 απροκάλυπτος

    [апрокалиптос] επ неприкрытый, явный.

    Эллино-русский словарь > απροκάλυπτος

  • 4 ἀπροκάλυπτος

    ἀπρο-κάλυπτος [pron. full] [κᾰ], ον,
    A undisguised. Adv.

    - πτως Chio Ep.7.3

    , 13.3.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπροκάλυπτος

  • 5 ἀπροκάλυπτος

    ἀ-προ-κάλυπτος, unverdeckt, unverhohlen

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > ἀπροκάλυπτος

  • 6 açıktan

    απροκάλυπτος, απροσχημάτιστος

    Türkçe-Yunanca Sözlük > açıktan

  • 7 απροκαλύπτως

    ἀπροκάλυπτος
    undisguised.
    adverbial
    ἀπροκάλυπτος
    undisguised.
    masc /fem acc pl (doric)

    Morphologia Graeca > απροκαλύπτως

  • 8 ἀπροκαλύπτως

    ἀπροκάλυπτος
    undisguised.
    adverbial
    ἀπροκάλυπτος
    undisguised.
    masc /fem acc pl (doric)

    Morphologia Graeca > ἀπροκαλύπτως

  • 9 неприкрытый

    неприкрыт||ый
    прил ἀπροκάλυπτος, φανερός:
    \неприкрытыйая ложь τό ἀπροκάλυπτον ψεύδος.

    Русско-новогреческий словарь > неприкрытый

  • 10 открытый

    открыт||ый
    1. прич. от открыть·
    2. прил (отворенный) ἀνοιχτός, ἀνοιγμένος·
    3. прил (непокрытый, неукрытый) ἀσκεπης, ἀκάλυπτος, ξεσκέπαστος:
    \открытыйая шея ὁ γυμνός λαιμός· с \открытыйой головой ἀσκεπής, ξεσκούφωτος· \открытый автомобиль αὐτοκίνητον ἀνοικτὅ
    4. (прямой, искренний) ἀνοιχτός, είλικρινής, εὐθύς:
    с \открытыйой душой μέ ἀνοιχτή καρδιά·
    5. (доступный для всех, свободный) ἀνοιχτός, ἐλεύθερος:
    вход \открытый είσοδος ἐλευθέρα· при \открытыйых дверях (о судебном заседании) μέ ἀνοιχτάς τάς θύρας· \открытыйое голосование ἡ ἀνοιχτή ψηφοφορία· \открытыйое письмо́ ἡ ἀνοιχτή ἐπιστολή·
    6. (явный) ἀπροκάλυπτος, πρόδηλος, δεδηλωμένος, προφανής:
    \открытыйая враждЯ ἀπροκάλυπτη ἔχθρά ◊ \открытый лоб τό φαρδύ μέτωπο· \открытыйое платье φόρεμα ντεκολτέ, ἡ ἐξωμος τουαλέτα· \открытыйая рана ἡ ἀνοιχτή πληγή· \открытыйая игра τό ἀνοιχτό παιχνίδι· в \открытыйом поле στό ὕπαιθρο· на \открытыйом воздухе στό ὕπαιθρο· \открытыйое мо́ре ἡ ἀνοιχτή θάλασσα· выйти в \открытыйое море βγαίνω στ' ἀνοιχτά· оставля́ть вопрос \открытыйым ἀφήνω τό ζήτημα ἀνοιχτό (или ἐκκρεμές)· ломиться в \открытыйую дверь ἐκβιάζω ἀνοιχτή πόρτα· действовать в \открытыйую ἐνεργώ στ· ἀνοιχτα.

    Русско-новогреческий словарь > открытый

  • 11 απερικάλυπτος

    ος, ον
    1) неприкрытый; непокрытый; 2) см. απροκάλυπτος

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > απερικάλυπτος

  • 12 barefaced

    adjective (openly impudent: a barefaced lie.) απροκάλυπτος

    English-Greek dictionary > barefaced

  • 13 неприкрытый

    επ.
    1. λίγο ανοιχτός, μισοκλεισμένος, φιρός•

    -ая дверь φιρή πόρτα.

    2. ασκεπής, ασκέπαστος, ακάλυπτος. || μτφ. απροκάλυπτος, απροστάτευτος, ανυπεράσπιστος.
    3. μτφ. ειλικρινής, απροφάσιστος, απροσχημάτιστος•

    -ая правда καθαρή αλήθεια.

    Большой русско-греческий словарь > неприкрытый

  • 14 нескрываемый

    επ.
    απροκάλυπτος, ασυγκάλυ-τιτος φανερός, εμφανής.

    Большой русско-греческий словарь > нескрываемый

  • 15 откровенный

    επ., βρ: -внен, -внна, -о.
    1. ειλικρινής•

    откровенный человек ειλικρινής άνθρωπος.

    2. απροκάλυπτος, ασυγκάλυπτος• απροσχημάτιστος• έκδηλος, φανερός. || ευπαρρησίαστος, ελευθερόστομος.
    3. (για ενδυμασία) αποκαλυπτικός (πολύ κοντός, ξελαιμιστός, έξωμος).

    Большой русско-греческий словарь > откровенный

  • 16 открытый

    επ. από μτχ.
    1. ανοιχτός•

    -ое окно ανοιχτό παράθυρο.

    2. απροκάλυπτος•

    -ая местность ανοιχτό μέρος.

    || ακάλυπτος, απροστάτευτος•

    открытый фланг (στρατ.) ακάλυπτο πλευρό.

    3. ακάλυπτος, ασκέπαστος•

    открытый автобус ανοιχτό λεωφορείο.

    4. γυμνός•

    -ая шя γυμνός λαιμός.

    || έξωμος, ξελαιμιστός, ντεκολτέ• σχιστός•

    открытый ворот ανοιχτός γιακάς•

    блуза с -ми рукавами μπλούζα με σχιστά μανίκια.

    5. ελεύθερος (εισόδου)•

    открытый судебный про-цсс δικαστήριο με ανοιχτές τις θύρες•

    -ое партийное собрание ανοιχτή κομματική συνέλευση.

    6. ειλικρινής, ανυπόκριτος• ευθύς•

    с -ым сердцем με ανοιχτή καρδιά•

    открытый характер ευθύς χαρακτήρας.

    7. του είδους, της μορφής•

    -ая форма туберкулза ανοιχτή μορφή φυματίωσης.

    8. μτφ. φανερός, έκδηλος, δεδηλωμένος.
    εκφρ.
    открытый вопрос – ανοιχτό (άλυτο) ζήτημα•
    - ое голосование – ανοιχτή (φανερή) ψηφοφορία•
    лоб – ανοιχτό (μεγάλο) μέτωπο•
    - ое море – ανοιχτή θάλασσα (ελευθεροπλοία)•
    выйти в -ое море – βγαίνω στ ανοιχτά (σε ανοιχτό πέλαγος)•
    - ое письмо – α) ανοιχτό (ασφράγιστο) γράμμα, β) ανοιχτό (δημοσιευόμενο) γράμμα•
    - ая рана – ανοιχτή πληγή (μη επουλωμένη)•
    открытый слог – φωνηεντόληκτη συλλαβή•
    в -ую – ανοιχτά, φανερά (όχι στα κρυφά)•
    под -ым небом – στο ύπαιθρο•
    с -ми глазами – έχοντας πλήρη επίγνωση (σκοπού, καθήκοντος κ.τ.τ.) συνειδητά•
    в -ом поле – στο ύπαιθρο.

    Большой русско-греческий словарь > открытый

  • 17 прозрачный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно.
    1. διαυγής, καθαρός, καθάριος, διαφανής.
    2. μτφ. λεπτός, τρυφερός•

    -ая кожа λεπτή επιδερμίδα.

    3. μτφ. ανοιχτός, φανερός, απροκάλυπτος•

    прозрачный намк φανερός υπαινιγμός•

    -ая мысль καθάρια σκέψη.

    Большой русско-греческий словарь > прозрачный

См. также в других словарях:

  • απροκάλυπτος — η, ο (Α ἀπροκάλυπτος, ον) ο χωρίς προσχήματα και περιστροφές, ο ειλικρινής («απροκάλυπτη ομολογία») …   Dictionary of Greek

  • απροκάλυπτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει κάλυμμα μπροστά του, ακάλυπτος. 2. ανεπιφύλακτος, ξεκάθαρος: Μου είπε απροκάλυπτα ότι δε θα πρέπει να περιμένουμε από εκείνον καμιάν υποστήριξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπροκαλύπτως — ἀπροκάλυπτος undisguised. adverbial ἀπροκάλυπτος undisguised. masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • αναμφίεστος — ἀναμφίεστος, ον (Α) (Μ και αστος) [ἀμφιέννυμι] 1. αυτός που δεν φοράει ρούχα, ο γυμνός 2. απροκάλυπτος, φανερός …   Dictionary of Greek

  • αναπεπταμένος — η, ο (Α ἀναπεπταμένος, η, ον) [ἀναπετάννυμι] (κυρίως για επιφάνεια εδάφους, θάλασσας κ.λπ.) αυτός που δεν περιορίζεται από τίποτε, ανοικτός, απλωμένος, διάπλατος, απεριόριστος νεοελλ. 1. για μέρη που είναι εκτεθειμένα στους ανέμους, που δεν… …   Dictionary of Greek

  • απαρακάλυπτος — ἀπαρακάλυπτος, ον (Α) απροκάλυπτος, φανερός …   Dictionary of Greek

  • ξέσκεπος — η, ο 1. ξεσκέπαστος 2. μτφ. απροκάλυπτος, ειλικρινής, ντόμπρος 3. παροιμ. «γεννήθηκα σε σπίτι ξέσκεπο» τά λέω όλα καθαρά και ξάστερα, είμαι ντόμπρος. επίρρ... ξέσκεπα απροκάλυπτα, φανερά, ειλικρινά. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το… …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • ανοιχτός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο ανοιγμένος: Η εξώπορτα ήταν ανοιχτή. 2. ξεσφραγισμένος, αβούλωτος: Άφησες το μπουκάλι ανοιχτό. 3. ευρύς, πλατύς: Ανοιχτός τόπος κι ευχάριστος. 4. άφραχτος: Το περιβόλι από τη μια μεριά ήταν ανοιχτό. 5. ελεύθερος: Η αρχαία Αθήνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»