-
121 ἀποέργω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποέργω
-
122 ἀπόζεμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόζεμα
-
123 ἀποζέννυμι
A = ἀποζέω, Dsc.1.94 ([voice] Pass.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποζέννυμι
-
124 ἀπόζεσμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόζεσμα
-
125 ἀποζευγέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποζευγέω
-
126 ἀποζεύγνυμι
A separate, part,ἀ. συνεύνων Man. 3.85
; ἀ.τὸ τείχισμα Malch.p.412D.II mostly in [voice] Pass., -ζεύγνῠμαι, [tense] aor. -εζύγην [ῠ] (v. infr.), also , AP12.226 (Strat.):—to be loosed from the yoke, [βοῦς] εἰς νομὰς ἀπεζεύχθη Babr. 37.6
; but usually metaph., to be parted from,τέκνων γυναικός τ' E.HF 1375
, cf. Med. 1017; εἰ γάμων ἀπεζύγην if I were free from.., Id.Supp. 791;ὀρφανὸς ἀποζυγείς Id.Ph. 988
; ὥσπερ δεῦρ' ἀπεζύγην πόδας as I unharnessed my feet, i.e. took rest, A.Ch. 676.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποζεύγνυμι
-
127 ἀποζευκτέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποζευκτέον
-
128 ἀπόζευξις
A unyoking, Sch.Od.6.88.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόζευξις
См. также в других словарях:
ἁπό — ἀπό , ἀπό ápa indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπό — ápa indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπο — ἀπό ápa indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… … Dictionary of Greek
από — πρόθεση, συντάσσεται με ονομαστική και αιτιατική (πολύ σπν., και μονάχα σε ορισμένες φράσεις, με γενική: «από γεννησιμιού», «από χρόνου», «από στραβού διαβόλου» κτλ.) και σημαίνει: 1. κίνηση από τόπο, απομάκρυνση, χωρισμό: Λείπει από το σπίτι. 2 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απο- — [ΕΤΥΜΟΛ. Το απο ως προρρηματικό ή προθεματικό στοιχείο προέρχεται από την πρόθεση από. Χρησιμεύει ως α΄ συνθετ. πολλών λέξεων της αρχαίας, μσν. και νέας Ελληνικής και σημαίνει: α) χωρισμό, απομάκρυνση αποβάλλω, απόδημος, απόμαχος αρχ. άπειμι,… … Dictionary of Greek
Ἀπὸ λεπτῆς κρόκης ὁ πᾶς οὗτος πλοῦτος ἀπήρηται. — См. Висит на нитке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀπὸ λεπτοῦ φασὶ μίτου τὸ ζῆν ἠρτῆσθαι. — См. Висит на нитке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀπὸ τὸν ὄρθρον ἔφευγεν καὶ ἔμπροσθέν μου λοιτουργίαν εὗρον. — См. Из огня да в полымя … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀπὸ τῶν ἁπαλῶν ὅνυχων. — См. От младых ногтей … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀπὸ κακοῦ δανειστοῦ, κ’ὰν σακκίον ἀχύρου. — См. От худого должника хоть мякиною бери … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)