-
1 отсутствовать
-
2 прогуливать
прогуливатьнесов1. (кого-л.) βγάζω περίπατο κάποιον:\прогуливать собаку βγάζω περίπατο τό σκυλί·2. (пропускать) разг ἀπουσιάζω ἀδικαιολόγητα/ εἶμαι σκαστός, τό σκάζω (о школьнике):\прогуливать занятия ἀπουσιάζω ἀπό τά μαθήματα \прогуливаться σουλατσάρω, σεργιανίζω, κόβω βόλτες. -
3 пропустить
ρ.σ.μ.1. αφήνω να περάσει, να διέλθει, να εισχωρήσει, να εισδύσει• επιτρέπω.2. εξυπηρετώ•столовая -ла за день тысячу людой το εστιατόριο εξυπηρέτησε για μια μέρα χίλια άτομα.
|| περνώ•пропустить нитку через уш-κο•
иголки περνώ την κλωστή στην τρύπα του βελονιού.
|| διατρυπώ• διαπερνώ•пропустить гвоздь через доску διατρυπώ τη σανίδα με το καρφί.
|| διοχετεύω•пропустить воду через фильтр φιλτράρω το νερό.
|| κόβω•пропустить мясо через мясорубку περνώ το κρέας από την κρεατομηχανή, κόβω το κρέας στην κρεατομηχανή.
|| εξετάζω, ελέγχω• περνώ• υποβάλλω•пропустить проект через комиссию περνώ το σχέδιο από την επιτροπή (για έλεγχο).
3. αναμερώ (για να περάσει κάποιος)•женщину с ребнком κάνω μέρος να περάσει η γυναίκα με το παιδάκι.
|| επιτρέπω την είσοδο•пропустить в парк επιτρέπω την είσοδο στο πάρκο.
(αθλτ.) δεν μπορώ να αποτρέψω το γκολ•вратарь -ил мяч в ворота ο τερματοφύλακας δε μπόρεσε να αποτρέψει το γκολ.
4. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι πλησίον. || ξεχνώ κάτι περνώντας από κοντά. || αφήνω να μου διαφύγει η ευκαιρία.5. αφήνω κενό. || παρέρχομαι• παραλείπω•пропустить несколько страниц αφήνω μερικές σελίδες.
|| απουσιάζω•пропустить урок απουσιάζω από το μάθημα.
6. (απλ.) πίνω (ποτό), κατεβάζω. || τρώγω κάτι, τσιμπώ.εκφρ.никого не пропустить – δεν αφήνω κανέναν σε ησυχία. -
4 отсутствовать
1. (не присутствовать, не находиться) απουσιάζω 2. (не быть в наличии) λείπω, δεν υπάρχω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отсутствовать
-
5 пропускать
1. (давать пройти, проникать сквозь себя) διαπερνώ 2. (проводить, напр. ток) μεταδίδω, άγω 3. (не замечать, упускать) παραλείπω 4. (воду, воздух) διαρ-ρέ/ωпрокладка на коллекторе - ет воздух αέρας - ει από το παρέμβυσμα στο συλλέκτη5. (канат через блок) περνώ (το σκοινί στην τροχαλία) 6. (закладывая, засыпая во что-л., подвергать обработке) επεξεργάζομαι 7. (подвергать рассмотрению кем-л.) εξετάζω, ελέγχω, περνώ, υποβάλλω выдавать дорогу кому-, чему-л.) αφήνω, επιτρέπω, αναμερώ, αναμερίζω 9. (делать пропуск, пробел) αφήνω κενό/διάκενο 10. (не являться куда-л.) απουσιάζω, είμαι απών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пропускать
-
6 манкировать
манкироватьсов и несов (пренебрегать) παραμελώ, ἀμελώ:\манкировать своими обязанностями παραμελώ τά καθήκοντα μου· \манкировать занятиями ἀπουσιάζω ἀπό τά μαθήματα. -
7 отлучаться
отлучатьсянесов ἀπουσιάζω, λείπω, ἀπομακρύνομαι:я не могу́ часто \отлучаться δέν μπορῶ νά λείπω συχνά· \отлучаться на один час φεύγω γιά μιά ὠρα. -
8 отлучка
отлучк||аж ἡ ἀπουσία:самовольная \отлучка воен. ἡ αὐθαίρετη ἀπουσία· находиться в \отлучкае ἀπουσιάζω. -
9 отсутствне
отсутств||нес1. (чего-л.) ἡ ἔλλειψη, ἡ ἀπουσία:\отсутствне деиег ἡ ἀπουσία χρημάτων \отсутствне спроса ἡ ἀζητησία· \отсутствне соста́ва преступления юр. ἡ ἔλλειψις στοιχείων ἐνο-λής· \отсутствне воли (доверия) ἡ ἔλλειψη θελήσεως (εμπιστοσύνης)· \отсутствне корысти ἡ ἀνι-διοτέλεια· за \отсутствнеием канц. ἔνεκα ἐλλείψε-«V в случае \отсутствнеия ἐν ἐλλείψει·2. (кого-л.) ἡ ἀπουσία:быть в \отсутствнеии ἀπουσιάζω· в мое \отсутствне ἐν ἀπουσία μου. -
10 отсутствовать
отсутств||оватьнесов λείπω / ἀπουσιάζω (тк. о людях). -
11 перекличка
перекл||и́чкаж τό προοχλητήριο[ν], τό διάβασμα τοῦ καταλόγου τδν παρόντων:не явиться на \перекличкаи́чку ἀπουσιάζω ἀπό τό προσκλητήριο· \перекличка-и́чка городов (по радио) ἡ συνδιάλεξη ἀπό ραδιοφώνου μεταξύ πόλεων. -
12 пропускать
пропуск||а́тьнесов1. (кого-л. куда-л.) ἀφήνω νά περάσει, ἐπιτρέπω τήν είσοδο·2. (что-л. через что-л.) περνώ ἀπό:\пропускатьать мясо через мясору́бку περνώ τό κρέας ἀπό τό μύλο, ἀλέθω τό κρέας·3. (опускать) παραλείπω, ἀφήνω:\пропускатьа́ть страницы в книге πηδῶ σελίδες στό βιβλίο·4. (упускать) χάνω:\пропускатьа́ть поезд χάνω τό τραίνο· \пропускатьа́ть срок ἀφήνω νά περάσει ἡ προθεσμία· \пропускатьать удобный случай χάνω (τήν) εὐκαιρία·5. (уроки и т. ἡ.) ἀπουσιάζω·6. (насквозь \пропускать о бумаге) ποτίζω (άμετ.)· ◊ \пропускатьать ми́мо ушей κάνω πώς δέν ἀκούω. -
13 отлучаться
[ατλουτσάτ'σα/] ρ. απουσιάζω -
14 отсутствовать
[ατσοότοτβαβατ'] ρ. απουσιάζω -
15 прогуливать
[πραγκούλιβατ] ρ. απουσιάζω αδικαιολόγητα, το σκάω, βγάζω περίπατο (το σκυλί) -
16 прогуливать
[πραγκούλιβατ] ρ. απουσιάζω αδικαιολόγητα, το σκάω, βγάζω περίπατο (το σκυλί) -
17 р.
[ατλουτσάτ'σα] ρ απουσιάζω -
18 χωρίζω, (εκκλ.) αφορίζω
[ατλουτσάτ'σα] ρ απουσιάζω -
19 отлучаться
[ατλουτσάτ'σα] ρ απουσιάζω -
20 отсутствовать
[ατσοότοτβαβατ'] ρ απουσιάζω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
απουσιάζω — απουσιάζω, απουσίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απουσιάζω — (Α ἀπουσιάζω) 1. δεν είμαι παρών, δεν παρευρίσκομαι κάπου, λείπω 2. ελλείπω, δεν υπάρχω αρχ. δαπανώ μέρος της περιουσίας μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < απουσία. Η λ. με τη νεοελλ. της σημασία μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικο Λεξικό του Άγγελου… … Dictionary of Greek
απουσιάζω — ίασα, δεν είμαι παρών, λείπω: Μου είπαν πως απουσιάζεις συχνά από τα μαθηματικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπουσιάσει — ἀπουσιάζω waste one s goods aor subj act 3rd sg (epic) ἀπουσιάζω waste one s goods fut ind mid 2nd sg ἀπουσιάζω waste one s goods fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπουσιάσῃ — ἀπουσιάζω waste one s goods aor subj mid 2nd sg ἀπουσιάζω waste one s goods aor subj act 3rd sg ἀπουσιάζω waste one s goods fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπουσιαζόμενον — ἀπουσιάζω waste one s goods pres part mp masc acc sg ἀπουσιάζω waste one s goods pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπουσιάζει — ἀπουσιάζω waste one s goods pres ind mp 2nd sg ἀπουσιάζω waste one s goods pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπουσιάζειν — ἀπουσιάζω waste one s goods pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπουσιῶν — ἀπουσία absence fem gen pl ἀπουσιάζω waste one s goods fut part act masc voc sg ἀπουσιάζω waste one s goods fut part act neut nom/voc/acc sg ἀπουσιάζω waste one s goods fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απολείπω — (AM ἀπολείπω) 1. λείπω, δεν υπάρχω, απουσιάζω 2. αφήνω, εγκαταλείπω 3. ( ομαι) απομακρύνομαι από κάτι, εγκαταλείπω κάτι αρχ. Ι. 1. χάνω κάτι 2. (για αγώνισμα) αφήνω πίσω, ξεπερνώ 3. αφήνω ατελείωτο 4. αφήνω ανοιχτό, αφήνω διάστημα 5. είμαι… … Dictionary of Greek
συναπογίγνομαι — ΜΑ 1. απουσιάζω ή εκλείπω μαζί με άλλον («εἰ δ ἄπεστι ταῡτα, κἀκεῑνα συναπογίγνεται», Ανών.) 2. παράγομαι συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπογίγνομαι «απουσιάζω»] … Dictionary of Greek