Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

απουσιάζω

  • 21 прогуливать

    [πραγκούλιβατ] ρ απουσιάζω αδικαιολόγητα, το σκάω, βγάζω περίπατο (το σκυλί)

    Русско-эллинский словарь > прогуливать

  • 22 прогуливать

    [πραγκούλιβατ] ρ απουσιάζω αδικαιολόγητα, το σκάω, βγάζω περίπατο (το σκυλί)

    Русско-эллинский словарь > прогуливать

  • 23 манкировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.κ.σ.
    1. (γραπ. λόγος) παραμελώ•

    манкировать службой, уроками παραμελώ την υπηρεσία, τα μαθήματα.

    2. παλ. απουσιάζω, λείπω•

    ученики у нас редко -ют οι μαθητές μας σπάνια απουσιάζουν.

    3. δε σέβομαι• περιφρονώ.
    4. αμελώ να στείλω γράμμα.

    Большой русско-греческий словарь > манкировать

  • 24 недоставать

    -стат, μτχ. ενστ. недостакь щий
    ρ.δ. απρόσ,
    1. λείπω, δε φτάνω, δεν αρκώ--ло опыта δεν υπήρχε η πείρα•

    терпенья -ло έλειπε η υπομονή•

    мне -т денег δε μου φτάνουν τα χρήματα•

    -т кадров δεν επαρκούν τα στελέχη.

    2. απουσιάζω, λείπω.
    3. χρειάζομαι, είμαι αναγκαίος, απαραίτητος.
    εκφρ.
    этого (ещё, только) -ло (недоставатьх) – αυτό ακόμα δεν έφτανε (δε φτάνει).

    Большой русско-греческий словарь > недоставать

  • 25 отсутствие

    ουδ.
    1. απουσία•

    в моё -е εν απουσία μου, κατά την απουσία μου•

    быть (находить(ся) в -и απουσιάζω, είμαι απών.

    2. έλλειψη, ανυπαρξία• ανεπάρκεια•

    отсутствие сведений έλλειψη πληροφοριών•

    отсутствие таланта έλλειψη ταλέντου•

    за -ем ελλείψει, λόγω έλλειψης•

    в случае -я εν ελλείψει, σε περίπτωση έλλειψης.

    εκφρ.
    отсутствие всякого присуствия – έλλειψη νοημοσύνης παντελής έλειψη του κοινού νου.

    Большой русско-греческий словарь > отсутствие

  • 26 отсутствовать

    -твую, -твуешь, μτχ. ενστ. отсуствующий
    ρ.δ.
    1. απουσιάζω, είμαι απών.
    2. (ελ)λείπω, δεν υπάρχω, είμαι λειψός.

    Большой русско-греческий словарь > отсутствовать

  • 27 по

    πρόθ.
    I.
    με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.
    1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•

    гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•

    ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•

    по краям дороги στις άκρες του δρόμου.

    || εναντίον, κατά•

    стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.

    || μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•

    гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.

    || (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•

    ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.

    2. (για διεύθυνση)• κατά•

    идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•

    идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.

    || επί, σύμφωνα• με•

    идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.

    3. κατά, σύμφωνα με•

    уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•

    по образцу κατά το παράδειγμα•

    по силам κατά τις δυνάμεις•

    уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•

    разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•

    по моде κατά τη μόδα•

    по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.

    || με, απο, εκ, εξ•

    он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.

    || απο, εκ•

    судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•

    знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.

    || κατά, ως προς•

    добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•

    учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.

    || (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•

    брат по матери ομομήτριος αδερφός•

    брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•

    родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.

    4. με, απο, διά•

    отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•

    говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•

    передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•

    ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.

    5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•

    по недосмотру από απροσεξία•

    отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•

    ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•

    по привычке από συνήθεια.

    6. για, δια, προς, με σκοπό•

    отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.

    || επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•

    по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.

    7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•

    гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•

    по праздникам (κατά) τις γιορτές•

    заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•

    цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•

    приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•

    по десятому году στο δέκατο χρόνο.

    8. από•

    по стаканчику από ένα ποτηράκι•

    по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•

    по одному από ένα (στον καθένα)•

    по разу από μια φορά (ο καθένας).

    || για•

    тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•

    тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.

    II.
    με αιτ.
    1. ως, έως, μέχρι•

    по колено ως το γόνα•

    войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•

    сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.

    || ως και, μέχρι και•

    прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•

    с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•

    по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•

    по сегодня ως τα σήμερα.

    2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•

    по левую руку από το αριστερό χέρι.

    3. για•

    ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•

    сходить по воду πηγαίνω για νερό.

    III.
    με προθετική•
    1. μετά, ύστερα, έπειτα από•

    с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.

    2. για•

    скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.

    3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.
    εκφρ.
    по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•
    по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν.

    Большой русско-греческий словарь > по

  • 28 прогулять

    ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Προ•

    прогулять гулянный, βρ: -лян, -а, -о.

    1. περιπατώ, κάνω περίπατο.
    2. χάνω (λόγω του περίπατου)•

    прогулять урок κάνοντας περίπατο, έχασα το μάθημα.

    3. απουσιάζω (το σκάζω) από τη δουλειά.
    4. ασωτεύω, ξοδεύω στα γλέντια.
    5. διασκεδάζω πίνοντας, μεθώ.
    περιπατώ, κάνω περίπατο κλπ. ρ. ενεργ. φ. прогулять по парку κάνω περίπατο στο πάρκο.

    Большой русско-греческий словарь > прогулять

См. также в других словарях:

  • απουσιάζω — απουσιάζω, απουσίασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • απουσιάζω — (Α ἀπουσιάζω) 1. δεν είμαι παρών, δεν παρευρίσκομαι κάπου, λείπω 2. ελλείπω, δεν υπάρχω αρχ. δαπανώ μέρος της περιουσίας μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < απουσία. Η λ. με τη νεοελλ. της σημασία μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικο Λεξικό του Άγγελου… …   Dictionary of Greek

  • απουσιάζω — ίασα, δεν είμαι παρών, λείπω: Μου είπαν πως απουσιάζεις συχνά από τα μαθηματικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπουσιάσει — ἀπουσιάζω waste one s goods aor subj act 3rd sg (epic) ἀπουσιάζω waste one s goods fut ind mid 2nd sg ἀπουσιάζω waste one s goods fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπουσιάσῃ — ἀπουσιάζω waste one s goods aor subj mid 2nd sg ἀπουσιάζω waste one s goods aor subj act 3rd sg ἀπουσιάζω waste one s goods fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπουσιαζόμενον — ἀπουσιάζω waste one s goods pres part mp masc acc sg ἀπουσιάζω waste one s goods pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπουσιάζει — ἀπουσιάζω waste one s goods pres ind mp 2nd sg ἀπουσιάζω waste one s goods pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπουσιάζειν — ἀπουσιάζω waste one s goods pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπουσιῶν — ἀπουσία absence fem gen pl ἀπουσιάζω waste one s goods fut part act masc voc sg ἀπουσιάζω waste one s goods fut part act neut nom/voc/acc sg ἀπουσιάζω waste one s goods fut part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απολείπω — (AM ἀπολείπω) 1. λείπω, δεν υπάρχω, απουσιάζω 2. αφήνω, εγκαταλείπω 3. ( ομαι) απομακρύνομαι από κάτι, εγκαταλείπω κάτι αρχ. Ι. 1. χάνω κάτι 2. (για αγώνισμα) αφήνω πίσω, ξεπερνώ 3. αφήνω ατελείωτο 4. αφήνω ανοιχτό, αφήνω διάστημα 5. είμαι… …   Dictionary of Greek

  • συναπογίγνομαι — ΜΑ 1. απουσιάζω ή εκλείπω μαζί με άλλον («εἰ δ ἄπεστι ταῡτα, κἀκεῑνα συναπογίγνεται», Ανών.) 2. παράγομαι συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπογίγνομαι «απουσιάζω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»